Ο Kenny Wells έχει κληρονομήσει από τον πατέρα του μια εταιρεία εξόρυξης. Προσπαθεί να βρει επενδυτές χωρίς επιτυχία. Επιδιώκει να συναντηθεί με έναν γεωλόγο ονόματι Michael Acosta που πριν από χρόνια είχε βρει μια τεράστια φλέβα χαλκού προκειμένου να τον πείσει να ψάξουν για χρυσό στη ζούγκλα της Ινδονησίας. Τελικά τον πείθει κι έτσι ξεκινά μια τιτάνια προσπάθεια να βρουν το κεφάλαιο που απαιτείται από υποψήφιους επενδυτές προκειμένου να υλοποιήσουν το σχέδιό τους. Στην πορεία, κι ενώ φαίνεται από τα δείγματα που αναλύονται να επιβεβαιώνεται η ύπαρξη φλέβας χρυσού, θα προσελκύσουν το ενδιαφέρον πολλών πλευρών και θα βιώσουν μια απότομη άνοδο από την αφάνεια στην επιτυχία και τα πλούτη.
Η ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Ο Stephen Gaghan αφήνει τα πεδία των διαδρομών της διακίνησης ναρκωτικών που εξερεύνησε ως σεναριογράφος του «Traffic» και των παιχνιδιών γεωπολιτικής που περιέγραψε με την επιπρόσθετη ιδιότητα του σκηνοθέτη στο «Syriana» για να καταπιαστεί με μια πιο ανάλαφρη θεματολογία, η οποία όμως πατάει σε μια σειρά καθαρά αμερικανικών σε νοοτροπία «εμμονών»: Την ανέλιξη στον κοινωνικό ιστό, την επιτυχία που έρχεται μέσω της εκμετάλλευσης των μηχανισμών της ελεύθερης αγοράς, τον θρίαμβο του ατομικού πνεύματος και τη γοητεία που ασκεί ο τυχοδιωκτισμός. Παρόλο που προς το τέλος της πορείας της πλοκής επιφυλάσσεται μια απρόσμενη και δυσάρεστη έκπληξη για τον κεντρικό της χαρακτήρα, αυτό δεν μεταφράζεται και ως ένα επικριτικό σχόλιο απέναντι σε όλα αυτά που αντιπροσωπεύει. Αντιθέτως, το σενάριο των Massett και Zinman που είχαν βάλει την υπογραφή τους και στο «Lara Croft: Tomb Raider» αποτυπώνει, με περίσσεια αφέλεια σε κάποια σημεία, τον Kenny Wells με θετικά χρώματα, ως έναν γνήσιο εκπρόσωπο του αμερικανικού ονείρου, ονειροπόλο, εργασιομανή και ριψοκίνδυνο, φωτογενή ακόμη και στα ελαττώματά του.
Το φιλμ θαμπώνεται από τον νεοπλουτισμό που περιγράφει και φτάνει στο σημείο στην τελευταία σκηνή να δικαιολογήσει τις ηθικά μεμπτές πράξεις ενός εκ των ηρώων προκειμένου να «συμπεριφερθεί σωστά» στον συνεργάτη του στο τέλος. Αυτή η επιφανειακή προσέγγιση χαραμίζει τις δυνατότητες που υπήρχαν με μια τέτοια ιστορία να αναπτυχθεί μια πιο κριτική ματιά απέναντι στην επιφανειακότητα και τον υλισμό που κρύβεται πίσω από τα όνειρα για επιτυχία της μεσοαστικής τάξης και όχι μόνο. Επίσης, πέραν του Wells, δεν καταναλώνεται καθόλου χρόνος για την ανάπτυξη άλλων χαρακτήρων μέσα στο φιλμ, που διαθέτει μονάχα μία βασική γυναικεία ηρωίδα, τη σύζυγό του ονόματι Kay, και αυτή σχεδόν αναξιοποίητη τόσο από το σενάριο όσο και από την ερμηνευτική προσέγγιση της Bryce Dallas Howard που την αντιμετωπίζει σαν το διεκπεραιωτικό ρολάκι για το οποίο πρόκειται.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια πως δεν υπάρχουν μεμονωμένες αρετές που καθιστούν τη θέαση της νέας δημιουργίας του Gaghan σχετικά ευχάριστη. Η φωτογραφία του έμπειρου και καταξιωμένου συνεργάτη του Paul Thomas Anderson, Robert Elswit, είναι χάρμα οφθαλμών, πλούσια σε χρώματα και φανταχτερές εικόνες, ενώ έχει γίνει πολύ καλή δουλειά τόσο στις μουσικές επιλογές όσο και στις ζωηρές πρωτότυπες συνθέσεις του Daniel Pemberton.
Ωστόσο, το ατού εδώ δεν είναι άλλο από την πρωταγωνιστική ερμηνεία του Matthew McConaughey: πληθωρική, εκρηκτική και γεμάτη ζωντάνια, τόσο απολαυστική που συγχωρεί κάποιος την υπερβολή στην οποία υποκύπτει ουκ ολίγες φορές. Με πολλά παραπανίσια κιλά τα οποία επιδεικνύει, ενίοτε και αυτάρεσκα, στον φακό του Elswit και καράφλα, αφοσιώνεται με ζήλο σε έναν αντιήρωα που μάλλον δεν αξίζει τόσο ιδιαίτερη μεταχείριση. Σίγουρα πρόκειται για μια ερμηνεία που «κουβαλάει» από μόνη της το τελικό αποτέλεσμα και που άξιζε μια καλύτερη και πιο ενδιαφέρουσα ταινία ως πλαίσιο.
Σε επίπεδο καθαρά ψυχαγωγικό ίσως να βρίσκεται κάτι αποτελεσματικό σε αυτό το επίπεδο εδώ, αλλά ένας προβληματισμός που θα προσέδιδε περισσότερο βάθος απουσιάζει εκκωφαντικά. Εντούτοις, το «Gold» είναι ένα μάλλον συμπαθές αλλά λίγο πόνημα, που δεν βάζει ψηλά τον πήχη ούτε για τον εαυτό του, αλλά ούτε και για τον θεατή του, αποδίδοντας σε κάποιους επιμέρους τομείς και αφήνοντας μέχρι και μεγάλα κενά σε κάποιους άλλους.
Το φιλμ θαμπώνεται από τον νεοπλουτισμό που περιγράφει και φτάνει στο σημείο στην τελευταία σκηνή να δικαιολογήσει τις ηθικά μεμπτές πράξεις ενός εκ των ηρώων προκειμένου να «συμπεριφερθεί σωστά» στον συνεργάτη του στο τέλος. Αυτή η επιφανειακή προσέγγιση χαραμίζει τις δυνατότητες που υπήρχαν με μια τέτοια ιστορία να αναπτυχθεί μια πιο κριτική ματιά απέναντι στην επιφανειακότητα και τον υλισμό που κρύβεται πίσω από τα όνειρα για επιτυχία της μεσοαστικής τάξης και όχι μόνο. Επίσης, πέραν του Wells, δεν καταναλώνεται καθόλου χρόνος για την ανάπτυξη άλλων χαρακτήρων μέσα στο φιλμ, που διαθέτει μονάχα μία βασική γυναικεία ηρωίδα, τη σύζυγό του ονόματι Kay, και αυτή σχεδόν αναξιοποίητη τόσο από το σενάριο όσο και από την ερμηνευτική προσέγγιση της Bryce Dallas Howard που την αντιμετωπίζει σαν το διεκπεραιωτικό ρολάκι για το οποίο πρόκειται.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια πως δεν υπάρχουν μεμονωμένες αρετές που καθιστούν τη θέαση της νέας δημιουργίας του Gaghan σχετικά ευχάριστη. Η φωτογραφία του έμπειρου και καταξιωμένου συνεργάτη του Paul Thomas Anderson, Robert Elswit, είναι χάρμα οφθαλμών, πλούσια σε χρώματα και φανταχτερές εικόνες, ενώ έχει γίνει πολύ καλή δουλειά τόσο στις μουσικές επιλογές όσο και στις ζωηρές πρωτότυπες συνθέσεις του Daniel Pemberton.
Ωστόσο, το ατού εδώ δεν είναι άλλο από την πρωταγωνιστική ερμηνεία του Matthew McConaughey: πληθωρική, εκρηκτική και γεμάτη ζωντάνια, τόσο απολαυστική που συγχωρεί κάποιος την υπερβολή στην οποία υποκύπτει ουκ ολίγες φορές. Με πολλά παραπανίσια κιλά τα οποία επιδεικνύει, ενίοτε και αυτάρεσκα, στον φακό του Elswit και καράφλα, αφοσιώνεται με ζήλο σε έναν αντιήρωα που μάλλον δεν αξίζει τόσο ιδιαίτερη μεταχείριση. Σίγουρα πρόκειται για μια ερμηνεία που «κουβαλάει» από μόνη της το τελικό αποτέλεσμα και που άξιζε μια καλύτερη και πιο ενδιαφέρουσα ταινία ως πλαίσιο.
Σε επίπεδο καθαρά ψυχαγωγικό ίσως να βρίσκεται κάτι αποτελεσματικό σε αυτό το επίπεδο εδώ, αλλά ένας προβληματισμός που θα προσέδιδε περισσότερο βάθος απουσιάζει εκκωφαντικά. Εντούτοις, το «Gold» είναι ένα μάλλον συμπαθές αλλά λίγο πόνημα, που δεν βάζει ψηλά τον πήχη ούτε για τον εαυτό του, αλλά ούτε και για τον θεατή του, αποδίδοντας σε κάποιους επιμέρους τομείς και αφήνοντας μέχρι και μεγάλα κενά σε κάποιους άλλους.
πηγη : cine.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου