Αντεργατική πολιτική και φτηνά χέρια, τα... «Λιπάσματα» των υπερκερδών..

«Λιπάσματα» Δραπετσώνας. Μια έκταση σπαρμένη με αγώνες δεκαετιών, όχι μόνο για την ανάπλασή της, που ήταν αίτημα των τελευταίων χρόνων, αλλά κυρίως για ένα μεροκάματο αξιοπρέπειας.
Ιδιαίτερα την περίοδο του Μεσοπολέμου, οι συγκρούσεις μεταξύ εργαζομένων και εργοδοσίας ήταν πολλές και κάποιες φορές αιματηρές.
Η ιστορία του εργοστασίου αρχίζει στις 13 Μαΐου 1909, οπότε δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το καταστατικό της «Ελληνικής Εταιρείας χημικών προϊόντων και λιπασμάτων».
Κατά μια τραγική ειρωνεία, οι τίτλοι τέλους έπεσαν ακριβώς μετά από 90 χρόνια, το 1999, με εσπευσμένες ενέργειες της τότε κυβέρνησης Κ. Σημίτη.
Από το ιδρυτικό καταστατικό φάνηκαν οι προοπτικές της νέας εταιρείας, καθώς για πρώτη φορά στην επιχειρηματική ιστορία του τόπου συνενώνονταν σε ένα εγχείρημα τρεις τράπεζες (Εθνική, Αθηνών και Ανατολής), βιομήχανοι και έμποροι.
Το μετοχικό κεφάλαιο ορίστηκε στα 2 εκατομμύρια δραχμές και μεγαλύτερος μέτοχος, με 3.000 μετοχές, ήταν ο βιομήχανος Λεόντιος Οικονομίδης (1886-1922), στενός φίλος και συνεργάτης του Νικόλαου Κανελλόπουλου, που επίσης πήρε σημαντικό αριθμό μετοχών (2.030).
Οι δύο συνέταιροι, που δημιούργησαν λίγα χρόνια νωρίτερα την τσιμεντοβιομηχανία «Τιτάν», ήταν οι εμπνευστές του εγχειρήματος της εταιρείας Λιπασμάτων και μέλη της «παρέας της Ζυρίχης», μιας ομάδας νέων επιστημόνων που στα τέλη του 19ου αιώνα έκαναν μέρος των σπουδών τους στο Πολυτεχνείο της ελβετικής πόλης.
Στην «παρέα» τους ανήκαν ακόμα οι Αλέξανδρος Ζαχαρίου, Ι. Αραπίδης, Α. Χατζηκυριάκος, Ι. Ρουσσόπουλος κ.ά.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, αμέσως μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα, ανά δύο ή περισσότεροι μαζί, συγκρότησαν επιχειρήσεις που έπαιξαν κεντρικό ρόλο στον κλάδο τους και διαμόρφωσαν εν πολλοίς το επιχειρηματικό τοπίο της χώρας μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η επιτυχία των επιχειρηματικών κινήσεων καθοριζόταν από την εξεύρεση κεφαλαίων.
Γι’ αυτό ο ρόλος των τραπεζών, ιδιαίτερα της Εθνικής, ήταν καθοριστικός.
Πρόσωπο-κλειδί στην Εθνική Τράπεζα ήταν το επί σειρά ετών στέλεχός της και μετέπειτα διοικητής της, Ιωάννης Δροσόπουλος (1870-1939), για τον οποίο ο Χριστόφορος Κατσάμπας, δημιουργός της Πειραϊκής-Πατραϊκής, είχε πει:
«Εθεωρείτο υπερπρωθυπουργός και μοναδικός εις δύναμιν εις τον τόπον μας. Μία απλή εκδήλωσις ενδιαφέροντος εκ μέρους του ημπορούσε να σε κάμη μεγάλον» («Ημερησία», 29.3.2008).
Κατά συνέπεια, η παρουσία του Δροσόπουλου και του τότε διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Δημήτρη Μάξιμου στο Διοικητικό Συμβούλιο της νεοσύστατης Εταιρείας Λιπασμάτων ήταν αρκετή για να της δώσει… φτερά.
Ο Νικόλαος Κανελλόπουλος με τον Λεόντιο Οικονομίδη αξιοποίησαν στο έπακρο αυτές τις δυνατότητες, με αποτέλεσμα η επιχείρηση να αναπτύσσεται διαρκώς, με αντίστοιχη κερδοφορία.
Οχι όμως με ανάλογη αναγνώριση των θυσιών των εργαζομένων.
Το εργοστάσιο κατασκευάστηκε στη Δραπετσώνα, που ήταν τότε γνωστή από την ύπαρξη ενός ερειπωμένου μνημείου του Θεμιστοκλή.
Το 1911 οι καμινάδες είχαν αρχίσει να δουλεύουν.
Τότε, η χρήση χημικών λιπασμάτων ήταν σχεδόν άγνωστη στη χώρα μας.
Γι' αυτό, η εταιρεία κατέβαλε από την αρχή μεγάλες προσπάθειες, με τη δημιουργία δικτύου επαρχιακών γεωπόνων, για να πείσει τους αγρότες πως ήταν αναγκαία η φωσφορική λίπανση για τη βελτίωση της ποιοτικής και ποσοτικής απόδοσης των καλλιεργειών τους.
Από την αρχή της λειτουργίας του εργοστασίου παρουσιάστηκε το πρόβλημα της συσκευασίας του θειικού οξέος σε γυάλινα δοχεία για να μπορεί να μεταφέρεται.
Γι’ αυτό, το 1911 αρχίζουν οι μελέτες για την κατασκευή μονάδας υαλουργείου παραγωγής φιαλών, η οποία θα ξεκινήσει την παραγωγή τρία χρόνια αργότερα.
Ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της εταιρείας, έρχονται και οι πρώτες συγκρούσεις με τους εργαζόμενους.
Οπως διαβάζουμε στην πειραϊκή εφημερίδα «Φως» (15 Μαΐου 1916), με πρωτοβουλία ανώτερου στελέχους που αναλάμβανε «κατά μυστηριώδη τρόπον εργολαβικώς τας φορτοεκφορτώσεις της Εταιρείας», σταμάτησε η συνεργασία με τους φορτοεκφορτωτές του τότε Συνδέσμου Εργατών Λιμένος Ζέας και στη θέση τους πήραν ανειδίκευτους -εκτός σωματείου- εργάτες.
Δημοσίευμα της εφημερίδας «Φως» (2.10.1916) για την απεργία στα Λιπάσματα προκειμένου να γίνει σωματείο. Δεξιά: η έκταση των Λιπασμάτων όπως φαίνεται σήμερα, καθώς τα περισσότερα κτίρια κατεδαφίστηκαν «εν μιά νυκτί» μετά το κλείσιμο του εργοστασίου.Δημοσίευμα της εφημερίδας «Φως» (2.10.1916) για την απεργία στα Λιπάσματα προκειμένου να γίνει σωματείο. Δεξιά: η έκταση των Λιπασμάτων όπως φαίνεται σήμερα, καθώς τα περισσότερα κτίρια κατεδαφίστηκαν «εν μιά νυκτί» μετά το κλείσιμο του εργοστασίου. | 
Στα τέλη Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, καθώς πλέον είχε κατοχυρωθεί από διετίας νομοθετικά η συνδικαλιστική δράση, οι εργάτες των Λιπασμάτων ξεκινούν να φτιάξουν σωματείο.
«Ο κ. Κανελλόπουλος τον οποίον οι αντιπρόσωποι του Εργατικού Κέντρου επεσκέφθησαν εδήλωσε κατηγορηματικώτατα ότι με κανένα τρόπον δεν θα εδέχετο να αποτελέσουν οι εργάται των επιχειρήσεών του Σωματείον διότι εν τοιαύτη περιπτώσει θα προτίμα να κλείσει το εργοστάσιον» («Φως», 29.9.1916).
Παράλληλα, προχωρά στην απόλυση πέντε εργατών που πρωτοστάτησαν στην ίδρυση του σωματείου και εκτοξεύονται απειλές απόλυσης προς όσους εκφράζουν επιθυμία εγγραφής σε αυτό.
Το Εργατικό Κέντρο Πειραιά κηρύσσει απεργία, στην οποία συμμετέχουν περίπου 350 εργαζόμενοι στα Λιπάσματα.
Η απεργία διαρκεί 4-5 ημέρες. Την τελευταία μέρα η Διοικούσα Επιτροπή του ΕΚΠ πραγματοποιεί μια συνεδρίαση που χαρακτηρίστηκε «ιστορική» λόγω της σημασίας του θέματος και αποφασίζει γενική απεργία και «μέτρα για τα προϊόντα των επιχειρήσεων Κανελλόπουλου».
Ωστόσο, οι αποφάσεις του ΕΚΠ δεν εφαρμόστηκαν επειδή ο Κανελλόπουλος εμφανίστηκε να αποδέχεται τα αιτήματα των απεργών.
Καθοριστικό ρόλο στην προσωρινή εκτόνωση της κατάστασης φαίνεται ότι είχε η παρέμβαση του Λεόντιου Οικονομίδη, που προσέλαβε στην επιχείρησή του «Χρωματουργική» τους πέντε απολυθέντες.
Στην πραγματικότητα όμως, οι δεσμεύσεις Κανελλόπουλου δεν είχαν… αντίκρισμα καθώς, όπως έγραφε η φιλεργατική εφημερίδα «Φως», συνεχίστηκαν οι πιέσεις και οι απειλές εναντίον εργαζομένων.
Το χειρότερο ήταν ότι στο εργοστάσιο βρίσκονταν και κάποιοι ένοπλοι -«μπράβοι», κατά την εφημερίδα- οι οποίοι πρωταγωνίστησαν σε αιματηρά επεισόδια κατά εργατών.
Ακόμα, κατώτερα στελέχη της εταιρείας κάνουν σωματικές έρευνες σε εργάτες προσπαθώντας να βρουν τεκμήρια συμμετοχής στο Εργατικό Κέντρο!
Και αυτό διότι το ΕΚΠ, που είχε στα πρώτα χρόνια του καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του συνδικαλιστικού κινήματος, έβαλε κάτω από την «ομπρέλα» του τη δημιουργία σωματείου.
Πραγματικά, την Κυριακή 2 Οκτωβρίου 1916, περίπου 400 εργάτες συγκεντρώθηκαν στο Εργατικό Κέντρο, που στεγαζόταν τότε σε χώρο του Δημοτικού Θεάτρου, και εξέλεξαν την πρώτη διοίκηση του σωματείου.
Παράλληλα, ο Ν. Κανελλόπουλος αναγκάζεται να διαβεβαιώσει εγγράφως ότι «η Εταιρεία δεν εμποδίζει τους εργάτας ν’ ανήκουν εις Σωματεία».
Λίγα χρόνια αργότερα, η εταιρεία εξασφαλίζει φτηνό εργατικό δυναμικό από τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες που συρρέουν στη χώρα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι περίπου 800 οικογένειες από την Ουκρανία κατοικούν στη Δραπετσώνα και «δουλεύουν στα Λιπάσματα, στο Τσιμεντάδικο και αλλού, με 8-15 δρχ. μεροκάματο, όσα δηλαδή θέλει ο αφέντης για πούρα!» έγραφε, ήδη από τις 24 Απριλίου 1922, ο «Ριζοσπάστης».
Με χαμηλό κόστος η εταιρεία παρουσιάζει άνθηση και γίνεται ακόμα πιο ισχυρή αντλώντας κεφάλαια από το Χρηματιστήριο, όπου διαπραγματεύεται η μετοχή της, αλλά και από τη λειτουργία της ως… παρατράπεζα.
Σε διαφημιστική καταχώριση σε εφημερίδες της εποχής διαβάζουμε ότι η εταιρεία δέχεται προθεσμιακές καταθέσεις σε δραχμές, λίρες, δολάρια ή χρυσό, προσφέροντας επιτόκιο ανάλογα με τη διάρκειά τους.
Μάλιστα, διαφημίζει ότι οι τόκοι απαλλάσσονται από φορολογία.
Το προνόμιο να «δανείζεται» από τον κόσμο και μάλιστα με φοροαπαλλαγή τής δόθηκε το 1926 με νομοθετικό διάταγμα, στη διάρκεια της δικτατορίας Πάγκαλου (ΦΕΚ 80/5-3-1926), με το αιτιολογικό της ενίσχυσης της… γεωργίας.
Η δύναμη των Λιπασμάτων και προσωπικά του Ν. Κανελλόπουλου μεγαλώνει με γεωμετρική πρόοδο.
Μάλιστα, το 1927 κυκλοφορεί στην Αθήνα η εφημερίδα «Ελληνικός Ταχυδρόμος», που, όπως έγραψε αργότερα ο «Ριζοσπάστης», ανήκε στον Κανελλόπουλο.
Η εφημερίδα (Οκτώβριος 1927), με πύρινα πρωτοσέλιδα άρθρα, τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ της εταιρείας σε μια νέα διαμάχη της με το σωματείο φορτοεκφορτωτών, εξαπολύοντας τις γνωστές διαχρονικά επιθέσεις σε βάρος του συνδικαλισμού, περί «φιλεργατικού τσαρλατανισμού» κ.ά.
Οπως επισημαίνει ο «Ριζοσπάστης» (29.10.1927), η εταιρεία προσπάθησε να φέρει σε αντιπαράθεση τους δικούς της εργαζόμενους με τους φορτοεκφορτωτές και όταν απέτυχε προχώρησε σε «λοκ άουτ», αφήνοντας χωρίς μεροκάματο τους εργάτες.
Πέρα από την απαγόρευση του «λοκ άουτ», οι εργάτες διεκδικούσαν αύξηση 20 δραχμών στο μεροκάματο. Δεν την πήραν τότε.
Ομως, η εταιρεία εκείνη τη χρονιά (1927), όπως φαινόταν στον ισολογισμό της, είχε κέρδη ύψους 60.864.376 δραχμές, ποσό τεράστιο για την εποχή!
Τον Ιούλιο του 1929 οι εργαζόμενοι στα Λιπάσματα χρειάστηκε να κάνουν νέα απεργία για να διεκδικήσουν αυξήσεις και 8ωρη εργασία.
Μόλις κατατέθηκαν τα αιτήματα, η εταιρεία «απάντησε» με 120 απολύσεις.
Πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» (13.7.1929) για τις συνθήκες εργασίας στα ΛιπάσματαΠρωτοσέλιδο ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» (13.7.1929) για τις συνθήκες εργασίας στα Λιπάσματα | 
Η απεργία αρχίζει και τις δύο πρώτες μέρες (10 και 11 Ιουλίου 1929) γίνονται αιματηρά επεισόδια στην είσοδο του εργοστασίου.
Από τη μια πλευρά βρίσκονται η ένοπλη «ιδιωτική φρουρά ασφαλείας» (ή «μπράβοι», κατά το λαϊκότερο) και αστυνομικές δυνάμεις και από την άλλη οι εργάτες.
Στα επεισόδια χάνει τη ζωή του ένας εργάτης ονόματι Αγαθαγγέλου (τα ρεπορτάζ αναφέρονται και σε άλλους δύο «εξαφανισθέντες» εργάτες) και τραυματίστηκαν περισσότεροι από 15, από τους οποίους τουλάχιστον τρεις από σφαίρες («Ριζοσπάστης», 11 και 12.7.1929).
Ομως, τα κέρδη της εταιρείας αυξάνονται αλματωδώς και το διάστημα 1932-33 φτάνουν στα 132 εκατομμύρια δραχμές! («Ριζοσπάστης», 21.6.1933).
Παράλληλα, αυξάνει η επιρροή του Ν. Κανελλόπουλου και την 1η Δεκεμβρίου 1935 ορκίζεται με τη βραχύβια κυβέρνηση Δεμερτζή υπουργός Εθνικής Οικονομίας και προσωρινώς υπουργός Συγκοινωνίας και Εργασίας.
Στη σύντομη παραμονή του σε αυτή τη θέση (παραιτήθηκε με την πτώση της κυβέρνησης τον Μάρτιο του 1936) προκάλεσε πολλές αντιδράσεις.
Αρχικά, για μια υπουργική απόφαση που υπέγραψε και εξαίρεσε το εργοστάσιο Λιπασμάτων από τους περιορισμούς στην εισαγωγή φωσφορικού ασβεστίου, την πρώτη ύλη του («Ριζοσπάστης», 20.12.1935), και στη συνέχεια για πιέσεις σε εργαζόμενους για να μην ψηφίσουν το «βενιζελικό» κόμμα των Φιλελευθέρων («Πατρίς», 17.1.1936).
Οπως σημειώνουν μελετητές της περιόδου, η ΑΕΕΧΠ Λιπασμάτων του Κανελλόπουλου μαζί με την Πειραϊκή-Πατραϊκή του Κατσάμπα και την ΠΥΡΚΑΛ του Μποδοσάκη Αθανασιάδη αποτελούν κλασικά δείγματα «υπερπροστατευτικής πολιτικής» και «προκλητικά ευνοϊκής αντιμετώπισης».
Ο θάνατος του Κανελλόπουλου (Αύγουστος 1936) και η έναρξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου ανακόπτουν την πορεία του εργοστασίου.
Ομως, συνεχίζει να λειτουργεί σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, παρότι προκλήθηκαν μεγάλες ζημιές στη διάρκεια των βομβαρδισμών.
Ενας από τους βομβαρδισμούς βρήκε τους εργαζόμενους στην τραπεζαρία, όπως θυμούνται παλιοί εργάτες, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους πολλοί από αυτούς.
Το 1947 αναλαμβάνει διευθύνων σύμβουλος ο Μποδοσάκης Αθανασιάδης και με βασικό στήριγμα την οικονομική βοήθεια από το Σχέδιο Μάρσαλ υλοποιείται πρόγραμμα ανανέωσης της μονάδας.
Ωστόσο, οι αγώνες των εργαζόμενων συνεχίζονται. Μάλιστα, τον Αύγουστο του 1950 χρειάστηκε να κάνουν 10ήμερη απεργία για να δοθούν αυξήσεις στα μεροκάματά τους («Ελευθερία», 10.8.1950).
Το 1956 η ΑΕΕΧΠ και Λιπασμάτων ίδρυσε την εταιρεία ΛΙΠΤΟΛ (Λιγνίτες Πτολεμαΐδος), με σκοπό την εκμετάλλευση των λιγνιτικών κοιτασμάτων της περιοχής, και τον Απρίλιο του 1962 θεμελιώνεται μονάδα φωσφορικών λιπασμάτων.
Το εργοστάσιο Λιπασμάτων φτάνει να καταλαμβάνει έκταση 250 στρεμμάτων, παράγει 100.000 τόνους λίπασμα, από τους οποίους περίπου οι μισοί πωλούνταν στο εξωτερικό και υπήρξαν διαστήματα που έδινε δουλειά σε περίπου 7.000 εργαζόμενους.
Η οικογένεια Αθανασιάδη διατήρησε την εταιρεία μέχρι το 1988, οπότε δολοφονήθηκε από τη «17 Νοέμβρη» ο Αλέξανδρος Αθανασιάδης Μποδοσάκης.
Ηταν η δεκαετία που το εργοστάσιο δέχτηκε πολλές φορές «πυρά» για ρύπανση του περιβάλλοντος μέχρι να ληφθούν τη δεκαετία του 1990 αντιρρυπαντικά μέτρα.
Ομως, πλέον το εργοστάσιο είχε μπει στα χρόνια της παρακμής.
Ενα ένα έκλειναν τα διάφορα τμήματα, οι εργαζόμενοι από περίπου 1.200 απέμειναν 400 και από το 1993 πέρασε εξ ολοκλήρου στην «Πρότυπο Κτηματική», θυγατρική της Εθνικής Τράπεζας, μέχρι που έκλεισε.
Οι επισημάνσεις των εργαζομένων ότι μετά το κλείσιμό του η ελληνική γεωργία θα εξαρτάται πλήρως από το εισαγόμενο λίπασμα έχουν μέχρι σήμερα δραματική επικαιρότητα…

Αθλιες συνθήκες δουλειάς και εκμετάλλευση

Εργαζόμενοι στο Καλλιτεχνικό Εργαστήριο του ΥαλουργείουΕργαζόμενοι στο Καλλιτεχνικό Εργαστήριο του Υαλουργείου | Φωτογραφία από το Ιστορικό Αρχείο της ΕΤΕ
Την περίοδο του Μεσοπολέμου, οι συνθήκες δουλειάς στο εργοστάσιο Λιπασμάτων στη Δραπετσώνα ήταν εξαιρετικά δύσκολες.
Στο εργοστάσιο, εκτός από τους άνδρες και τις γυναίκες, δούλευαν και πολλοί ανήλικοι που έπαιρναν ακόμα μικρότερο μεροκάματο, ενώ οι συνθήκες ήταν ασφυκτικές.
«Στο εργοστάσιο Λιπασμάτων Κανελλοπούλου στον Πειραιά (…) απαγορεύεται το διάβασμα οιασδήποτε εφημερίδας. Για να πιης νερό ή να πας στο αποχωρητήριο πρέπει να κάνεις ορισμένα δευτερόλεπτα», αναφερόταν σε καταγγελία εργάτη, που δημοσιεύτηκε στις 4 Μαΐου 1930 στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης».
Η ίδια εφημερίδα σε ένα αποκαλυπτικό πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ, που είχε δημοσιευτεί στις 13 Ιουλίου 1929, περιέγραφε αναλυτικά τις συνθήκες δουλειάς:
«Η δουλειά μέσα στο εργοστάσιο είναι κάτι περισσότερο από σκυλίσια. Οι εργάτες δουλεύουν 10 ολόκληρες ώρες και παραπάνω πολλές φορές και παίρνουν 25-40 δραχμές (…). Οι γυναίκες και τα ανήλικα αγόρια και κορίτσια παίρνουν 15-25 δρχ. για όλη τη μέρα. Η νυχτερινή δουλειά υπολογίζεται με το ίδιο μεροκάματο και είναι υποχρεωτική για όλους επί ποινή διωξίματος».
Τότε στο εργοστάσιο εργάζονταν περίπου 2.500 εργάτες στους κλάδους: φορτοεκφόρτωση, οξέα, λιπάσματα, υαλουργείο, οικοδομές και πλινθοποιείο.
Τα μέτρα ασφαλείας φαίνεται ότι ήταν ελλιπή έως ανύπαρκτα, με αποτέλεσμα να γίνονται συχνά εργατικά ατυχήματα, ακόμα και θανατηφόρα, ενώ «θέριζαν» ασθένειες όπως η φυματίωση, ιδιαίτερα όσους εργάζονταν στο τμήμα των οξέων.
«Ούτε φόρμες παραχωρούνται σ’ όσους δουλεύουν στα τμήματα αυτά και καίνε από τα δηλητήρια τα ρούχα τους, ούτε μάσκες για να προφυλάγονται από τα δηλητηριασμένα αέρια, που εξατμίζουν όταν τρυπήσουν οι πύργοι των οξέων. Ακόμα και το σχετικό γάλα, που επιβάλλεται να πίνουν οι εργάτες, όταν μπαίνουν ή βγαίνουν από τη δουλειά, ο Κανελλόπουλος δεν το παραχωρεί», έγραφε το ίδιο ρεπορτάζ.
Στο υαλουργείο, που αποτελούσε εξαιρετικά σημαντική δραστηριότητα με μεγάλη παραγωγή, «δουλεύουν πάνω από 150 εργάτες που κυριολεχτικά λιώνουν ζώντας μέσα σε μια αφόρητη ζέστη που υπάρχει παντού. Είναι μια αληθινή κόλαση».
Τέσσερα χρόνια αργότερα (1933) η κατάσταση δεν έχει διορθωθεί.
«Η δουλειά που κάνουν τώρα οι γυαλάδες (σ.σ. εργαζόμενοι στο υαλουργείο) είναι απελπιστική. Δουλεύουν μέσα σε αληθινή κόλαση. Τα σπλάχνα τους καίγονται από το φύσημα. Τρεις πέθαναν απ’ αυτή τη δουλειά. Γίνεται δουλειά εντατική για να βγαίνει μεγάλη παραγωγή και να πλουτίζει ο Κανελλόπουλος. Στο τμήμα υδροχλωρικού νιτρικού οξέος οι εργάτες είναι σχεδόν σκελετοί και κίτρινοι», ανέφερε ένας εργάτης σε κείμενό του, που δημοσιεύτηκε στις 21.6.1933 στον «Ριζοσπάστη».
Στο ίδιο κείμενο μαθαίνουμε ότι η εταιρεία πουλούσε τρόφιμα στους εργαζόμενους, πιθανόν όσα κατανάλωναν στο διάλειμμα της 12ωρης εργασίας τους.


Οπως και να 'χε, είναι πράγματι εντυπωσιακό ότι «το ψωμί αντί για μια οκά (σ.σ. μονάδα βάρους) που πληρώνουν οι εργάτες τους δίνουν 320 δράμια. Κάθε μέρα πωλούνται πάνω από 4 χιλ. οκάδες, φαντασθήτε τι βγάζει η εταιρεία»
πηγη : efsyn.gr /Σταυρος Μαλαγκονιαρης
Share on Google Plus

About bratsolis@yahoo.gr

Είμαστε Καθημερινά μαζί σας και Θέλουμε την Κρίση, την Κριτική, την Συμβολή την Υπόδειξη και τη Συμμετοχή σας.Το Portal μας typospor.gr είναι Ανοικτό σε όλους σας."Συνεχίζουμε να συντονιζόμαστε μαζί σας."Με το Μεράκι,την Ορμή και την “Τρέλα” του 1998.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου