Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας, ο Humphrey Bogart ρώτησε τον Howard Hawks αν ο σωφέρ του Sternwood (ένα πρόσωπο για το οποίο πολλά ακούμε στην ταινία αλλά ποτέ δεν το βλέπουμε) είχε δολοφονηθεί ή είχε αυτοκτονήσει. Ο σκηνοθέτης διαπιστώνοντας ότι αδυνατεί να απαντήσει στην ερώτηση ζήτησε σχετική διευκρίνιση από τον συγγραφέα του Μεγάλου Ύπνου. O Raymond Chandler απάντησε ότι δεν έχει την παραμικρή ιδέα (Dammit, I don’t know either, για την ακρίβεια) ! Το θρυλικό νουάρ είναι διάσημο για δύο πράγματα: Το πρώτο είναι το πρωταγωνιστικό ζευγάρι των Bogart – Bacall που στοιχειώνει με την χημεία του όλη την ταινία και το δεύτερο είναι μία εξαιρετικά μπερδεμένη πλοκή που αφήνει πλήθος ερωτημάτων στον θεατή.
Η ταινία βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα που έγραψε ο Raymond Chandler το 1939. Ήταν το πρώτο από τα επτά μυθιστορήματα που έγραψε ο βασιλιάς της pulp fiction λογοτεχνίας με ήρωα τον Philip Marlowe. Τα έξι από τα επτά μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο ( τίτλοι ταινιών: Murder my sweet, The big Sleep, Lady in the Lake, The Brasher Doubloon, Marlowe, The long Goodbye) και παρ΄ όλο που σημαντικοί ηθοποιοί ενσάρκωσαν τον αγαπημένο ντετέκτιβ στην οθόνη (Dick Powell, Robert Montgomery, James Garner, Eliot Gould, Robert Mitchum) αυτός που ταυτίστηκε απολύτως με τον κυνικό Philip-Ι-don’t-mind-if-you-don’t-like-my-manners-I-don’t-like-them-myself-They-are-pretty-bad-I-grieve-over-them-on-long-winter-evenings- Marlowe είναι ο Bogart.
Ο Howard Hawks ανέλαβε την μεταφορά του μυθιστορήματος του Chandler στην οθόνη και αφού εξασφάλισε το δίδυμο Bogart – Bacall για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους –και άρα και το όχημα που θα οδηγούσε την ταινία στην αποθέωσή της – κάλεσε τους Faulkner και Furthman με τους οποίους είχε ξανασυνεργαστεί στο To Have and Have not (1944) να φέρουν σε πέρας μία σεναριακή διασκευή που θα τον ικανοποιούσε, με την προτροπή να διατηρήσουν όσους περισσότερους από τους αυθεντικούς διαλόγους ήταν δυνατό.
Το φιλμ γυρίστηκε το 1944 όμως η Warner Bros αποφάσισε να το κρατήσει λίγο στην άκρη τροφοδοτώντας την αγορά με πολεμικά φιλμ κυρίως γιατί φοβόταν ότι με την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το ενδιαφέρον για αυτού του είδους τα φιλμ θα περιοριζόταν. Στο διάστημα που ο Μεγάλος Ύπνος περιμένει την έξοδό του στις αίθουσες, ο σκηνοθέτης καλεί πίσω τους συντελεστές προκειμένου να γυρίσει εκ νέου κάποιες σκηνές. Ο στόχος του είναι να εστιάσει λίγο παραπάνω στην ερωτική χημεία του πρωταγωνιστικού ζεύγους που έχει λίγους μήνες παντρεμένο και στην ζωή, και να ενισχύσει ελαφρώς τον ρόλο της Bacall. Η τελευταία του επιθυμία λέγεται ότι δεν ήταν καθόλου άσχετη με μία αντίστοιχη του απαιτητικού μάνατζερ της Bacall, Charles Feldman που θεώρησε ότι η πρώτη βερσιόν του φιλμ δεν μεταχειριζόταν την σταρ του με τον τρόπο που της άξιζε και ότι σε κάποια σημεία η Vickers την καπέλωνε. Σχετικά δε, με τους ενδοιασμούς του φρόντισε να ενημερώσει και τον Jack Warner. Σκηνές ξαναγυρίζονται, ο ρόλος της Vickers συρρικνώνεται, της Bacall επεκτείνεται και μία σκηνή όπου συζητούν Marlowe και ένας επιθεωρητής, μία συζήτηση που ξεδιαλύνει αρκετά σημεία της πολύπλοκης ιστορίας, θυσιάζεται για την σκηνή Bogart – Bacallστο εστιατόριο.
Η ταινία βγαίνει το 1946.
Το The Big Sleep είναι ένα νουάρ χαρακτηριστικό του είδους. Με εμφανείς εξπρεσιονιστικές καταβολές και μία συναρπαστικά κλειστοφοβική ατμόσφαιρα συμπεριλαμβάνει σχεδόν όλα τα στοιχεία που καταδεικνύουν ένα νουάρ. Τον κλασσικό αντιήρωα, την femme fatale, τους διεφθαρμένους χαρακτήρες, τις αμφιλεγόμενες προσωπικότητες και τις βαριές σκιές. Βαριές σκιές παντού. Η αλήθεια είναι ότι από το συγκεκριμένο νουάρ λείπουν τα εξής στοιχεία που συχνά συναντάμε σε άλλα φιλμ του είδους: Το flashback και η voice over αφήγηση. Αυτό όμως αποδεικνύεται μάλλον ενδιαφέρον καθώς τα στοιχεία της υπόθεσης μας αποκαλύπτονται ταυτόχρονα με τον ήρωά μας. Πληροφορούμαστε κάθε εξέλιξη της ιστορίας την ώρα που την μαθαίνει και ο ήρωας. Η κάμερα σε κανένα σημείο δεν μας αποκαλύπτει κάτι που δεν γνωρίζει ο Marlowe και κατά από αυτό το πρίσμα δεν θα ήταν καθόλου τολμηρό να ισχυριστούμε ότι βλέποντας την ταινία έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε μέρος της διαδικασίας εξιχνίασης μίας υπόθεσης από έναν ντετέκτιβ. Τον ακολουθούμε σε κάθε βήμα που κάνει.
Η πλοκή, όπως προανέφερα, είναι εξαιρετικά μπερδεμένη. Πολλά πτώματα σωρεύονται, πολλοί υποψήφιοι δολοφόνοι κοιτούν καχύποπτα, πολλοί ανεξήγητοι εκβιασμοί εξάρουν την περιέργεια, πολλές ασαφείς νύξεις για πορνογραφία σκανδαλίζουν, πολλοί χαρακτήρες έτοιμοι να σκοτώσουν με κίνητρο τον έρωτα προκαλούν αγωνία, και όλα αυτά ανακατεύονται με τέχνη περισσή, η οποία όμως δεν είναι αρκετή για να ξεδιαλύνει το κουλουβάχατο. Θα πρέπει να τονίσω παρ’ όλα αυτά το εξής: O Hawks είναι ένας απόλυτα ικανός αφηγητής. Έτσι, η θέαση της ταινίας είναι εύκολη, η μία σκηνή διαδέχεται την άλλη απολύτως ομαλά και όλες παρουσιάζονται ολοκληρωμένες. Ο θεατής δεν αισθάνεται μπερδεμένος από τα νέα στοιχεία που ξεπηδούν σε κάθε βήμα του ντετέκτιβ. Καθόλου όμως. Το μπέρδεμα προκύπτει όταν προσπαθήσει στο τέλος της ταινίας να ανακαλέσει στην μνήμη του την υπόθεση συνολικά. Τότε, ναι, διαπιστώνει ότι έχει ένα πλήθος αποριών καθώς η πλοκή αφήνει πολλά πράγματα ανερμήνευτα.
Στην πραγματικότητα βέβαια, πολύ λίγο ενδιαφέρει τον μέσο θεατή το αν ο σωφέρ των Sternwood σκοτώθηκε ή αυτοκτόνησε. Το ενδιαφέρον του και το βλέμμα του είναι εστιασμένο στον πρωταγωνιστή (τον οποίο ο γυναικάς Hawks πλαισιώνει διαρκώς με γυναίκες που τον φλερτάρουν με τολμηρότητα – μέχρι και η οδηγός του ταξί θεωρεί υποχρέωσή της να πράξει το ανάλογο) και στην εκρηκτική του σχέση με την Lauren Bacall. Οι δύο τους είναι απολαυστικοί κυρίως στις τετ α τετ σκηνές τους όπου η κάθε τους ατάκα υποκρύπτει τουλάχιστον έναν σεξουαλικό υπαινιγμό και η υποκριτική τους δεινότητα προσδίδει προσωπικότητα και κύρος στους μόνιμα παρεξηγημένους ήρωες της pulp fiction. Ο Bogart λειτουργεί περίφημα και με τις άλλες γυναικείες παρουσίες του φιλμ, ξέχωρα θα ήθελα να αναφέρω την Dorothy Malone. Το αποτέλεσμα της δουλειά τους, η περίφημη σκηνή στο βιβλιοπωλείο, είναι σχεδόν αυτοσχεδιαστικό.
Ο Bogart την περίοδο που γυρίζεται το φιλμ διανύει μία περίοδο έντασης στην προσωπική του ζωή καθώς χωρίζει με την Mayo, ερωτεύεται παθιασμένα την Lauren Bacall και ποτίζει τις μέρες του με μπόλικο αλκοόλ. Όλα τα παραπάνω είναι ορατά στα μάτια του αγαπημένου Bogie, αυτού του κοντού (I’ll try to be! Είναι η απάντηση στην παρατήρηση της Vickers ότι δεν ήταν ψηλός) άντρα με το σκληρό πρόσωπο που συνεχίζει να γοητεύει τις γυναίκες ακόμη και σήμερα, τόσα χρόνια μετά τον θάνατό του. Και όλα καταγράφονται στην ερμηνεία του.
Η ταινία δεν έτυχε καμίας βράβευσης. Ωστόσο παραμένει ένα από τα πιο αγαπημένα νουάρ, ένα από αυτά που ο θεατής βλέπει και ξαναβλέπει με ευχαρίστηση. Μάλιστα ορισμένοι θεατές (βλ. υποφαινόμενη) διατηρούν μία φετιχιστική σχέση με το φιλμ η οποία ως συνέπεια έχει την προσπάθεια διαλεύκανσης αυτού του μυστηρίου των 7 πτωμάτων και των αμέτρητων δεσποινίδων που γοητεύονται από τον Marlowe, σε κάθε θέαση! Προς μεγάλη τους ικανοποίηση… δεν τα καταφέρνουν ποτέ!
Βαθμολογία:






(8/10) / πηγη : cine.gr
Η ταινία βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα που έγραψε ο Raymond Chandler το 1939. Ήταν το πρώτο από τα επτά μυθιστορήματα που έγραψε ο βασιλιάς της pulp fiction λογοτεχνίας με ήρωα τον Philip Marlowe. Τα έξι από τα επτά μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο ( τίτλοι ταινιών: Murder my sweet, The big Sleep, Lady in the Lake, The Brasher Doubloon, Marlowe, The long Goodbye) και παρ΄ όλο που σημαντικοί ηθοποιοί ενσάρκωσαν τον αγαπημένο ντετέκτιβ στην οθόνη (Dick Powell, Robert Montgomery, James Garner, Eliot Gould, Robert Mitchum) αυτός που ταυτίστηκε απολύτως με τον κυνικό Philip-Ι-don’t-mind-if-you-don’t-like-my-manners-I-don’t-like-them-myself-They-are-pretty-bad-I-grieve-over-them-on-long-winter-evenings- Marlowe είναι ο Bogart.
Ο Howard Hawks ανέλαβε την μεταφορά του μυθιστορήματος του Chandler στην οθόνη και αφού εξασφάλισε το δίδυμο Bogart – Bacall για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους –και άρα και το όχημα που θα οδηγούσε την ταινία στην αποθέωσή της – κάλεσε τους Faulkner και Furthman με τους οποίους είχε ξανασυνεργαστεί στο To Have and Have not (1944) να φέρουν σε πέρας μία σεναριακή διασκευή που θα τον ικανοποιούσε, με την προτροπή να διατηρήσουν όσους περισσότερους από τους αυθεντικούς διαλόγους ήταν δυνατό.

Η ταινία βγαίνει το 1946.
Το The Big Sleep είναι ένα νουάρ χαρακτηριστικό του είδους. Με εμφανείς εξπρεσιονιστικές καταβολές και μία συναρπαστικά κλειστοφοβική ατμόσφαιρα συμπεριλαμβάνει σχεδόν όλα τα στοιχεία που καταδεικνύουν ένα νουάρ. Τον κλασσικό αντιήρωα, την femme fatale, τους διεφθαρμένους χαρακτήρες, τις αμφιλεγόμενες προσωπικότητες και τις βαριές σκιές. Βαριές σκιές παντού. Η αλήθεια είναι ότι από το συγκεκριμένο νουάρ λείπουν τα εξής στοιχεία που συχνά συναντάμε σε άλλα φιλμ του είδους: Το flashback και η voice over αφήγηση. Αυτό όμως αποδεικνύεται μάλλον ενδιαφέρον καθώς τα στοιχεία της υπόθεσης μας αποκαλύπτονται ταυτόχρονα με τον ήρωά μας. Πληροφορούμαστε κάθε εξέλιξη της ιστορίας την ώρα που την μαθαίνει και ο ήρωας. Η κάμερα σε κανένα σημείο δεν μας αποκαλύπτει κάτι που δεν γνωρίζει ο Marlowe και κατά από αυτό το πρίσμα δεν θα ήταν καθόλου τολμηρό να ισχυριστούμε ότι βλέποντας την ταινία έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε μέρος της διαδικασίας εξιχνίασης μίας υπόθεσης από έναν ντετέκτιβ. Τον ακολουθούμε σε κάθε βήμα που κάνει.

Στην πραγματικότητα βέβαια, πολύ λίγο ενδιαφέρει τον μέσο θεατή το αν ο σωφέρ των Sternwood σκοτώθηκε ή αυτοκτόνησε. Το ενδιαφέρον του και το βλέμμα του είναι εστιασμένο στον πρωταγωνιστή (τον οποίο ο γυναικάς Hawks πλαισιώνει διαρκώς με γυναίκες που τον φλερτάρουν με τολμηρότητα – μέχρι και η οδηγός του ταξί θεωρεί υποχρέωσή της να πράξει το ανάλογο) και στην εκρηκτική του σχέση με την Lauren Bacall. Οι δύο τους είναι απολαυστικοί κυρίως στις τετ α τετ σκηνές τους όπου η κάθε τους ατάκα υποκρύπτει τουλάχιστον έναν σεξουαλικό υπαινιγμό και η υποκριτική τους δεινότητα προσδίδει προσωπικότητα και κύρος στους μόνιμα παρεξηγημένους ήρωες της pulp fiction. Ο Bogart λειτουργεί περίφημα και με τις άλλες γυναικείες παρουσίες του φιλμ, ξέχωρα θα ήθελα να αναφέρω την Dorothy Malone. Το αποτέλεσμα της δουλειά τους, η περίφημη σκηνή στο βιβλιοπωλείο, είναι σχεδόν αυτοσχεδιαστικό.
Ο Bogart την περίοδο που γυρίζεται το φιλμ διανύει μία περίοδο έντασης στην προσωπική του ζωή καθώς χωρίζει με την Mayo, ερωτεύεται παθιασμένα την Lauren Bacall και ποτίζει τις μέρες του με μπόλικο αλκοόλ. Όλα τα παραπάνω είναι ορατά στα μάτια του αγαπημένου Bogie, αυτού του κοντού (I’ll try to be! Είναι η απάντηση στην παρατήρηση της Vickers ότι δεν ήταν ψηλός) άντρα με το σκληρό πρόσωπο που συνεχίζει να γοητεύει τις γυναίκες ακόμη και σήμερα, τόσα χρόνια μετά τον θάνατό του. Και όλα καταγράφονται στην ερμηνεία του.
Η ταινία δεν έτυχε καμίας βράβευσης. Ωστόσο παραμένει ένα από τα πιο αγαπημένα νουάρ, ένα από αυτά που ο θεατής βλέπει και ξαναβλέπει με ευχαρίστηση. Μάλιστα ορισμένοι θεατές (βλ. υποφαινόμενη) διατηρούν μία φετιχιστική σχέση με το φιλμ η οποία ως συνέπεια έχει την προσπάθεια διαλεύκανσης αυτού του μυστηρίου των 7 πτωμάτων και των αμέτρητων δεσποινίδων που γοητεύονται από τον Marlowe, σε κάθε θέαση! Προς μεγάλη τους ικανοποίηση… δεν τα καταφέρνουν ποτέ!
Βαθμολογία:








0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου