ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΝΩΣΕΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ (ΠΟΕΣΥ)
ΕΝΩΣΗ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΑΘΗΝΩΝ (ΕΣΗΕΑ)
ΕΝΩΣΗ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ- ΘΡΑΚΗΣ (ΕΣΗΕΜ-Θ)
ΕΝΩΣΗ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΚΑΙ ΗΈΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ(ΕΣΠΗΤ)
ΕΝΩΣΗ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ-ΣΤΕΡΕΑΣ-ΕΥΒΟΙΑΣ (ΕΣΗΘΣτΕ)
ΕΝΩΣΗ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΠΕΛΟΠΟΝΗΣΟΥ- ΗΠΕΙΡΟΥ & ΝΗΣΩΝ (ΕΣΗΕΠΗΝ)
ΕΝΩΣΗ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΠΤΙΚΩΝ ΜΜΕ- ΕΛΛΑΔΑΣ (ΕΔΗΡΤΜΜΕΕ)
Προς το Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης
ΓΓ Ενημέρωσης κ. Λ. Κρέτσο
ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΕΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΡΑΔΙΟΦΩΝΑ
Οι Δημοτικοί Ραδιοφωνικοί Σταθμοί εξαιρούνται από την διαδικασία δημοπράτησης των Ραδιοφωνικών συχνοτήτων, καθώς αποτελούν δημόσια ραδιοφωνική υπηρεσία τοπικού χαρακτήρα με σκοπό την ενημέρωση των τοπικών κοινωνιών για ζητήματα, που αφορούν τις τοπικές υποθέσεις, την προώθηση της τοπικής αγοράς, την παροχή ποιοτικών (βάσει συγκεκριμένων χαρακτηριστικών) προγραμμάτων, που σχετίζονται με τον πολιτισμό, την τέχνη, την παιδεία.
Η ρύθμιση αυτή δεν αντιβαίνει, το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο και τις ευρωπαϊκές οδηγίες, όπως προκύπτει από την σχετική νομολογία, τις ανακοινωσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και το Πρωτόκολλο του Αμστερνταμ.
Ευρωπαϊκό Δίκαιο
Η εξαίρεση των δημοτικών Ραδιοφωνικών σταθμών από κάθε διαδικασία δημοπράτησης ή εξαγοράς των αδειών, δεν προσκρούει στην Ευρωπαϊκή νομοθεσία περί ελεύθερου ανταγωνισμού, καθώς πληρούνται δύο βασικοί όροι. Ο τοπικός και ο δημόσιος χαρακτήρας των δημοτικών Ραδιοφωνικών επιχειρήσεων.
Α) Όλως προσφάτως, έχουν υπάρξει και αρκετές υποθέσεις, στις οποίες η Επιτροπή κατέληξε στο συµπέρασµα, ότι οι επιδοτούµενες δραστηριότητες είχαν καθαρά τοπικό χαρακτήρα και δεν επηρέασαν το εµπόριο µεταξύ κρατών µελών.
Β)Τα κράτη- μέλη της ΕΕ, ανοίγοντας την αγορά στον ανταγωνισμό θεώρησαν ότι πρέπει να διατηρηθεί η δημόσια ραδιοτηλεόραση, προκειμένου να διασφαλιστεί η κάλυψη ορισμένων περιοχών και η ικανοποίηση αναγκών και στόχων δημόσιας πολιτικής, που σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα καλύπτονταν απαραίτητα στον επιθυμητό βαθμό. Η κατεύθυνση αυτή επιβεβαιώθηκε μέσα από το ερμηνευτικό πρωτόκολλο για το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη, το οποίο προσαρτήθηκε στην Συνθήκη του Αμστερνταμ.
Το εν λόγω πρωτόκολλο προβλέπει «Οι διατάξεις της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ισχύουν υπό την επιφύλαξη της αρμοδιότητας των κρατών μελών να μεριμνούν για την χρηματοδότηση της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας, εφόσον η χρηματοδότηση αυτή παρέχεται σε ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς για την εκπλήρωση του στόχου της δημόσιας υπηρεσίας, έτσι, όπως την έχει θεσμοθετήσει, οριοθετήσει και οργανώσει κάθε κράτος μέλος, και εφόσον η χρηματοδότηση αυτή δεν επηρεάζει τις συνθήκες του εμπορία και τον ανταγωνισμό εντός της Κοινότητας σε βαθμό αντιβαίνοντα στο κοινό συμφέρον, ενώ λαμβάνεται υπόψη η πραγματοποίηση του στόχου, που εξυπηρετεί αυτή η δημόσια υπηρεσία»
Από την διατύπωση του ως άνω άρθρου προκύπτει, ότι δεν απαγορεύεται από την Συνθήκη η θέσπιση ειδικών κανόνων για την χρηματοδότηση και λειτουργία της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ένας σκοπός δημόσιας υπηρεσίας. Ο καθορισμός δε της έννοιας της δημόσιας υπηρεσίας ανήκει αποκλειστικά και μόνο στο κράτος μέλος, λαμβανομένων πάντοτε υπόψη των κριτηρίων, που έχει αναπτύξει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αλλά και ένα σύνθετο πλέγμα διατάξεων, που απορρέουν από κοινοτικές Οδηγίες και Αποφάσεις της Επιτροπής.
Ανάλογη ήταν και η απόφαση του ΔΕΚ στην υπόθεση Altmark (C-280/2000 Συλλογή 2003, σελ.Ι-7747). (σχετική τεκμηρίωση, επισυνάπτεται)
Εθνικό Δίκαιο
Ο τοπικός χαρακτήρας των Δημοτικών Ραδιοφωνικών, ορίζεται από τον ιδρυτικό νόμο 1730/87.
Δημόσιος χαρακτήρας
α) Στο εδάφιο γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 3 του βασικού Π.Δ/τος για τους τοπικούς ρ/σ (25/1988), επιβάλλεται ΜΟΝΟ στις επιχειρήσεις των ΟΤΑ η διοίκηση από διοικητικό συμβούλιο συγκεκριμένου αριθμού μελών (απο 5 εως 11) και ειδικής σύνθεσης: αν η απόφαση συγκρότησης του απο τον Δήμο δεν μπορεί να είναι ομόφωνη, απαιτείται αναλογική εκπροσώπηση των παρατάξεων και υποχρεωτική συμμετοχή εκπροσώπου των εργαζομένων, που εκλέγεται με ψηφοφορία.
Όλες αυτες οι δημοκρατικές διαδικασίες είναι, ενδεικτικές του εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα των δημοτικών ρ/σ.
Όλες αυτες οι δημοκρατικές διαδικασίες είναι, ενδεικτικές του εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα των δημοτικών ρ/σ.
β) Η άποψη ότι οι δημοτικοί ρ/σ επιτελούν δημόσια λειτουργία, παρεμφερή με της ΕΡΤ, ενισχύεται από την παρ. 4 του άρθρου 4 του Π.Δ. 25/1988, κατά την οποία η ΕΡΤ μπορεί να παρέχει τεχνική και κάθε άλλη συνδρομή μόνο στους ΟΤΑ, σε ζητήματα ίδρυσης, λειτουργίας, επιμόρφωσης στελεχιακού δυναμικού και διευκόλυνση παραγωγής ραδιοφωνικών προγραμμάτων. Η ΕΡΤ μπορεί επίσης να παραχωρεί ζώνες προγραμμάτων, μόνο στους ΟΤΑ.
γ) Στα κριτήρια χορήγησης και ανανέωσης αδειών (αρθρο 5 Π.Δ. 25/1988), ειδικά και μόνο στους ΟΤΑ, διερευνάται «η αντιπροσωπευτικότητα και συλλογικότητα τόσο των οργάνων διοίκησης και διεύθυνσης του σταθμού, όσο και των κοινωνικών και πολιτιστικών δυνάμεων ή φορέων που συμβάλλουν στη διαμόρφωση του προγράμματος». Εκ τούτου συνάγεται ότι υπάρχει πρόσθετη επιβάρυνση των δημοτικών ρ/σ, σε σχέση με τους ιδιωτικούς, με τη μορφή της υποχρέωσης να λαμβάνεται υπόψη και η γνώμη κοινωνικών η πολιτιστικών φορέων εκτός ΟΤΑ, στη διαμόρφωση του προγράμματος. Ανάλογη υποχρέωση δεν έχουν οι ιδιωτικοί ΡΣ.
γ) Στα κριτήρια χορήγησης και ανανέωσης αδειών (αρθρο 5 Π.Δ. 25/1988), ειδικά και μόνο στους ΟΤΑ, διερευνάται «η αντιπροσωπευτικότητα και συλλογικότητα τόσο των οργάνων διοίκησης και διεύθυνσης του σταθμού, όσο και των κοινωνικών και πολιτιστικών δυνάμεων ή φορέων που συμβάλλουν στη διαμόρφωση του προγράμματος». Εκ τούτου συνάγεται ότι υπάρχει πρόσθετη επιβάρυνση των δημοτικών ρ/σ, σε σχέση με τους ιδιωτικούς, με τη μορφή της υποχρέωσης να λαμβάνεται υπόψη και η γνώμη κοινωνικών η πολιτιστικών φορέων εκτός ΟΤΑ, στη διαμόρφωση του προγράμματος. Ανάλογη υποχρέωση δεν έχουν οι ιδιωτικοί ΡΣ.
δ) Η ίδια δημοκρατική αρχή, που επιβάλλει τη συγκρότηση των διοικήσεων ανάλογα με τη δύναμη των παρατάξεων του δημοτικού συμβουλίου, αντανακλάται και στη συγκρότηση των Επιτροπών Δεοντολογίας των δημοτικων ρ/σ, η σύνθεση των οποίων πρέπει να ακολουθεί την αρχή της αναλογικότητας. Σημειώνεται πως η θητεια της Επιτροπής Δεοντολογίας δεν ταυτίζεται σε καμιά περίπτωση με την θητεία της διοίκησης του ρ/σ (η οποία παρακολουθεί την θητεία του δημοτικού συμβουλίου). Και αυτό το χαρακτηριστικό ειναι μοναδικό στους δημοτικούς ρ/σ και ενισχύει ακόμα περισσότερο τον δημόσιο χαρακτήρα της αποστολής τους.
ε) Ο δημόσιος χαρακτήρας της λειτουργίας των δημοτικών ρ/σ, εκδηλώνεται και με τον αυστηρό δημόσιο έλεγχο που οι σταθμοί αυτοί υφίστανται. Όλες οι αποφάσεις των διοικήσεων υπόκεινται σε κατασταλτικό έλεγχο από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
στ) Και τα Ποινικά Δικαστήρια έχουν πλέον αποφανθεί, ότι οι διοικούντες τους δημοτικούς ρ/σ φέρουν την ιδιότητα του (δημοσίου) «υπαλλήλου» κατά τον Ποινικό Κώδικα, υποκείμενοι σε έλεγχο για τα ειδικά ποινικά αδικήματα που προϋποθέτουν τέτοια ιδιότητα. Και αυτή η ιδιότητα αποτελεί ένδειξη δημόσιας λειτουργίας (έχει διαγνωστεί και δικαστικά), και τροχοπέδη στην ευελιξία που έχουν οι διοικήσεις των ιδιωτικών ρ/σ.
ζ) Οι δαπάνες υπόκεινται σε χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες δημόσιου λογιστικού, καθώς πρέπει να ακολουθούν τα στάδια διατύπωσης του αιτήματος, ελέγχου για διαθέσιμες πιστώσεις, δέσμευσης των πιστώσεων, επιλογής της προσήκουσας διαδικασίας, σύμφωνα με τον κανονισμό προμηθειών που προβλέπει ο νόμος. Αντιθέτως, οι ιδιωτικοί ρ/σ δεν υποχρεούνται να ακολουθήσουν τέτοια διαδικασία προκειμένου να συναλλάσσονται για την εξυπηρέτηση των αναγκών τους σε αγαθά και υπηρεσίες.
η) Συναφώς προς τα ανωτέρω, ανάλογες χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες πρέπει να ακολουθεί ο δημοτικός ρ/σ και προκειμένου να επιλέξει τους συνεργάτες του.
η) Συναφώς προς τα ανωτέρω, ανάλογες χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες πρέπει να ακολουθεί ο δημοτικός ρ/σ και προκειμένου να επιλέξει τους συνεργάτες του.
θ) Ακόμα και το υφιστάμενο προσωπικό των δημοτικών ρ/σ δεν έχει ευελιξία στην απασχόληση του,(πχ η υπερωριακή του απασχόληση θα πρέπει να έχει προεγκριθεί συγκεντρωτικά), ούτε και ευελιξία στο μισθολογικό κόστος, καθώς η αμοιβή του διοικητικού προσωπικού ορίζεται με το Ενιαίο Μισθολόγιο, των δε δημοσιογράφων με Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ).
Ο ταυτόσημος με το Δημόσιο σε στενή έννοια τρόπος αμοιβής του προσωπικού είναι πρόσθετη ένδειξη παροχής δημόσιας υπηρεσίας.
Είναι προφανές, ότι οι δημοτικοί ρ/σ δεν προορίζονται λόγω του νομικού καθεστώτος με το οποίο λειτουργούν, να παρακολουθούν τις τάσεις της αγοράς, συνεπώς δεν μπορούν να ελέγχονται και να κρίνονται με τα κριτήρια της.
Οι δημοτικοί ρ/σ κείτονται εκτός αγοράς, έχουν νομικό πλαίσιο που τους εμποδίζει να παρακολουθούν την αγορά και έχουν νομική υποχρέωση να μην καταβάλλουν ούτε τις αμοιβές της αγοράς. Υπό το πρίσμα αυτό, τυχόν εξομοίωση τους με τους ιδιωτικούς ρ/σ, θα συνιστούσε έκθεση των δημοτικών ρ/σ σε αθέμιτο ανταγωνισμό και όχι το αντίστροφο.
Γ) Τέλος, τέλος να σημειωθεί πως ο ιδρυτικός νόμος για την τοπική και δημοτική ραδιοφωνία 1730/87 (...) ορίζει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 2 ότι: " Ο Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης μπορεί να εκχωρήσει άδειες ίδρυσης και λειτουργίας (…)" (…) ότι "Η ίδρυση και η λειτουργία των τοπικών σταθμών δεν μπορεί να επιβαρύνει σε καμιά περίπτωση τον κρατικό προϋπολογισμό" (παραγρ. 8, εδαφ. τελευταίο):
Γ) Τέλος, τέλος να σημειωθεί πως ο ιδρυτικός νόμος για την τοπική και δημοτική ραδιοφωνία 1730/87 (...) ορίζει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 2 ότι: " Ο Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης μπορεί να εκχωρήσει άδειες ίδρυσης και λειτουργίας (…)" (…) ότι "Η ίδρυση και η λειτουργία των τοπικών σταθμών δεν μπορεί να επιβαρύνει σε καμιά περίπτωση τον κρατικό προϋπολογισμό" (παραγρ. 8, εδαφ. τελευταίο):
Εξάλλου με τις πιο πάνω αιτιολογίες εξαιρέθηκαν, και ορθώς, οι δημοτικές τηλεοπτικές επιχειρήσεις από την υποχρέωση συμμετοχής στην δημοπρασία για τις τηλεοπτικές συχνότητες (παρ. 1 αρθρου 1 ν.4339/2015). Διαφορετική ρύθμιση για την αδειοδότηση των Δημοτικών Ραδιοφωνικών Σταθμών θα παραβίαζε την αρχή της ισονομίας και θα καθιστούσε τον νόμο αντισυνταγματικό.
Ακολουθεί αναλυτική τεκμηρίωση για την εισαγωγή απόκλισης από την διαδικασία χορήγησης αδειοδότησης των δημοτικών Ραδιοφωνικών σταθμών σε σχέση προς το Εθνικό και Ευρωπαϊκό Δίκαιο
ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΑΠΟΚΛΙΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΩΝ ΣΤΑΘΜΩΝ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
[1] Το πρόβλημα
Η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης προωθεί διαδικασίες δημοπράτησης ραδιοφωνικών συχνοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, ανέκυψε το πρόβλημα των υφιστάμενων και ήδη επί δεκαετίες λειτουργούντων ραδιοφωνικών σταθμών, που είτε ανήκουν σε Δήμους είτε ανήκουν σε άλλα ΝΠΔΔ ειδικού σκοπού.
Κατ’ αρχήν, είναι σχετικά ευχερές να κατανοήσει κανείς την διαφορετικότητα των συγκεκριμένων ραδιοφώνων, η οποία κινείται σε συγκεκριμένους, προφανώς διαφοροποιημένους από τα λοιπά μέσα, άξονες, αφού: [α] πρόκειται για φορείς, που έχουν συσταθεί και λειτουργούν από ΟΤΑ ή άλλα ΝΠΔΔ, [β] χρηματοδοτούνται σχεδόν εξ ολοκλήρου από έσοδα των φορέων αυτών (ενώ δεν αποκλείεται βεβαίως και η ύπαρξη ποσοτικά μειωμένων εσόδων από εμπορική δραστηριότητα), [γ] επιτελούν ειδική αποστολή σε σχέση με τις εμπορικές επιχειρήσεις, που διαχειρίζονται ραδιοφωνικούς σταθμούς, αφού επικεντρώνονται σε τοπικά, πολιτιστικά, κοινωνικά θέματα και αποτελούν σημείο επικοινωνίας της τοπικής κοινωνίας με την τοπική αυτοδιοίκηση, [δ] έχουν ειδικούς περιορισμούς, που συνδέονται με την διαχείριση των οικονομικών τους, αφού λαμβάνουν χρηματοδότηση μέσω δημοσίων φορέων (ήτοι μέσω των Δήμων) και υπόκεινται σε ειδικές διαδικασίες οικονομικής παρακολούθησης.
Σε περίπτωση, που οι εν λόγω φορείς υποχρεωθούν να συμμετέχουν μαζί με τις λοιπές εμπορικές επιχειρήσεις, που θα λάβουν μέρος στις διαγωνιστικές διαδικασίες, τότε προφανώς καθίσταται εν τοις πράγμασι εξαιρετικά δυσχερής και μειονεκτική η θέση τους, διότι αυτοί δεν διαθέτουν τους πόρους, που μπορεί να διατεθούν εκ μέρους ενός ιδιωτικού φορέα, ενώ την ίδια στιγμή, οι υποχρεώσεις δημοσιότητας, που επιβάλλονται εκ μέρους του εφαρμοζόμενου για τους Δήμους συστήματος δημοσίου λογιστικού, επιβάλλει την δημοσιότητα των δαπανών, που πραγματοποιούνται και συνακόλουθα στερεί από τους φορείς αυτούς, την δυνατότητα ισότιμης και εκ των προτέρων μυστικής συμμετοχής στις διαγωνιστικές διαδικασίες.
Εύλογο συνεπώς, είναι το αίτημα των εν λόγω Σταθμών, να εξαιρεθούν του γενικού πλαισίου, μέσω της παραχώρησης σε αυτούς των συχνοτήτων, που ήδη χρησιμοποιούν, προκειμένου να συνεχίσουν να επιτελούν το ειδικό σκοπό, που αποτελεί και τον λόγο της δημιουργίας τους.
Το αίτημα αυτό, ενδέχεται να βρίσκει προσκόμματα, σε επίπεδο κοινοτικού κυρίως δικαίου, τόσο υπό το πρίσμα των ειδικών οδηγιών, που διέπουν τις διαδικασίες αδειοδότησης όσο και υπό το πρίσμα των ειδικών κανόνων, που αφορούν στην νόθευση του ανταγωνισμού και στις απαγορευμένες κατά την Συνθήκη κρατικές ενισχύσεις. Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη προς την κατεύθυνση αυτή και το εθνικό δίκαιο, ιδιαίτερα ενόψει του άρ. 102 του Συντάγματος, που ρυθμίζει τον σκοπό και την αποστολή της τοπικής αυτοδιοικήσεως εν γένει.
Στην κατεύθυνση αυτή κινείται και η παρούσα τεκμηρίωση.
[2] Η ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
[Α] Η ΟΔΗΓΙΑ ΠΛΑΙΣΙΟ ΚΑΙ Η ΟΔΗΓΙΑ για την αδειοδότηση
Σε κοινοτικό επίπεδο, η παραχώρηση ραδιοσυχνοτήτων διέπεται από την Οδηγία Πλαίσιο (2002/21/ΕΚ "σχετικά με το κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών") και από την Οδηγία για την Αδειοδότηση (2002/20/ΕΚ «για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών»).
Οι ως άνω οδηγίες ορίζουν ότι η κατανομή και εκχώρηση των ραδιοσυχνοτήτων πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά, διαφανή, αμερόληπτα και αναλογικά κριτήρια (άρ. 9 παρ.1 της Οδηγίας Πλαίσιο). Σύμφωνα με τα άρ. 5 παρ.2 και 7 παρ. 3 της Οδηγίας για την αδειοδότηση, όταν η χορήγηση των δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων είναι ή πρέπει να είναι περιορισμένη, τότε τα Κράτη Μέλη οφείλουν να χορηγούν αυτά με κριτήρια, αντικειμενικά, διαφανή, αμερόληπτα και αντικειμενικά. Τα κριτήρια πρέπει να σταθμίζουν δεόντως την επίτευξη των στόχων του άρθρου 8 της οδηγίας πλαίσιο και συγκεκριμένα, [α] να προωθούν τον ανταγωνισμό, [β] να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς, [γ] να προωθούν τα συμφέροντα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τέλος [δ] να διασφαλίζουν την αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας.
Όπως προκύπτει συνεπώς, από τις ως άνω Οδηγίες, σε περίπτωση, που ο αριθμός των συχνοτήτων είναι περιορισμένος, τότε μπορεί μέσω διαφανών και αντικειμενικών κριτηρίων να χορηγούνται άδειες, σε ορισμένους και μόνο παρόχους.
Η ρύθμιση του ανταγωνισμού σε επίπεδο Συνθήκης πηγάζει από το άρ. 101, και κινείται σε τέσσερεις άξονες: [α] την απαγόρευση συμφωνιών [β] την απαγόρευση εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά [γ] την ρύθμιση των κανόνων ανταγωνισμού στις δημόσιες επιχειρήσεις και [δ] τις κρατικές ενισχύσεις.
Το δίκαιο του ανταγωνισμού απευθύνεται κατ’ αρχήν στις επιχειρήσεις, οι οποίες εκλαμβάνονται με ευρεία έννοια. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε υποθέσεις σχετικά με την εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού έκρινε ότι : «η έννοια της επιχείρησης καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο χρηματοδότησής του» (Απόφαση της 23 Απριλίου 1991 στην υπόθεση C-41/90, Klaus Höfner και Fritz Elser κατά Macroton GmbH, Συλλ. 1991, σελ. Ι-1979, σκέψη 21. Βλ. επίσης και την Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1993, C-159/91 και C-160/91, Poucet και Pistre, Συλλογή 1993, σ. I-637, σκέψη 17). Η έννοια της επιχείρησης συνεπώς, στα πλαίσια του δικαίου του ανταγωνισμού, θα πρέπει να εκληφθεί υπό τη λειτουργική-οικονομική της διάσταση, που είναι ευρεία και καλύπτει κάθε οντότητα, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή ή το ιδιοκτησιακό της καθεστώς, η οποία ασκεί οικονομική δραστηριότητα με βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα.
Αντίθετα, δεν συμβιβάζεται προς την έννοια της επιχείρησης η άσκηση δραστηριότητας υπό τη μορφή δημόσιας εξουσίας, με συνέπεια η οντότητα που δρα υπό την ιδιότητά της, ως δημόσιας αρχής να μην εμπίπτει στους κανόνες περί ανταγωνισμού. Δεν εμπίπτουν στο πεδίο αυτό οι δράσεις όλων των φορέων, δημόσιων και ιδιωτικών που είναι επιφορτισμένοι με την άσκηση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Στην υπόθεση Eurocontrole (Απόφαση της 19 Ιανουαρίου 1994 στην υπόθεση C-364/92 – SAT Fluggesellschaft (Eurocontrol), Συλλ. 1994, σελ. Ι-43), το Δικαστήριο έκρινε ότι ο διεθνής αυτός οργανισμός, ο οποίος ιδρύθηκε προκειμένου να ενισχύσει τη συνεργασία μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών στον τομέα της αεροπλοΐας και την ανάπτυξη κοινών δραστηριοτήτων και ο οποίος εκτελεί αποστολές γενικού ενδιαφέροντος, όπως η διενέργεια ελέγχου στον εναέριο χώρο, πρέπει να εκλαμβάνεται ως δημόσιος φορέας που ασκεί δημόσια εξουσία. Αυτό που ενδιαφέρει είναι η φύση της δραστηριότητας που ασκεί ένα πρόσωπο-φορέας προκειμένου να υπαχθεί ή όχι σε κανόνες ανταγωνισμού και όχι το ιδιοκτησιακό καθεστώς του. Είναι επομένως απαραίτητο σε φορείς που ασκούν παράλληλες δραστηριότητες να γίνεται διαχωρισμός των δραστηριοτήτων που είναι οικονομικές από αυτές που σχετίζονται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας.
[Β] Η ΔΩΡΕΑΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΩΝ, ΩΣ ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ (ΕΠΙΤΡΕΠΤΗ Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ).
Στα πλαίσια του ελεύθερου ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, και ιδίως του ανοίγματος των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας στον ανταγωνισμό, τα κράτη μέλη παρεμβαίνουν ενίοτε χρησιμοποιώντας δημόσιους πόρους, προκειμένου να προωθήσουν ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες ή να προστατεύσουν τις βιομηχανίες σε εθνικό επίπεδο. Η επιλεκτική παρέμβαση των κρατών μελών για οικονομική στήριξη συγκεκριμένων επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής δεν θα μπορούσε να είναι καταρχήν συμβατή με την ενωσιακή νομοθεσία, από τη στιγμή που θα επέτρεπε στους λήπτες των κρατικών ενισχύσεων να έχουν συγκριτικά οικονομικά πλεονεκτήματα έναντι των ανταγωνιστών τους (Α. ΜΕΤΑΞΑΣ, Ο κανόνας της βασικής απαγόρευσης των κρατικών ενισχύσεων και οι εξαιρέσεις του, εις Ελληνικό Ινστιτούτο Κρατικών Ενισχύσεων, Κρατικές Ενισχύσεις, Τα βασικά κανονιστικά κείμενα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ.3).
Αυτές οι κρατικές ενισχύσεις ενδέχεται να νοθεύουν τον ανταγωνισμό και να στρεβλώσουν τους όρους διεξαγωγής του εμπορίου ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ, προσφέροντας ευνοϊκή μεταχείριση σε ορισμένες επιχειρήσεις ως προς τους ανταγωνιστές τους.
Η κατ’ εξαίρεση παραχώρηση άδειας χρήσεως ραδιοσυχνοτήτων σε συγκεκριμένα Νομικά Πρόσωπα, όπως οι δημοτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, πρωτίστως να εξεταστεί υπό το πρίσμα του εάν θα μπορούσε να αποτελεί απαγορευμένη κατά την Συνθήκη κρατική ενίσχυση.
Σύμφωνα με το άρ. 107 παρ.1 της ΣΛΕΕ (Πρώην 87 της ΣΕΚ) "Ενισχύσεις, που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε µορφή από τα κράτη ή µε κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισµό διά της ευνοϊκής µεταχειρίσεως ορισµένων επιχειρήσεων ή ορισµένων κλάδων παραγωγής είναι ασυµβίβαστες µε την εσωτερική αγορά, κατά το µέτρο που επηρεάζουν τις µεταξύ κρατών µελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως».
Από την πρώτη ανάγνωση του ως άνω άρθρου προκύπτει, ότι αυτό δεν προσδιορίζει σαφώς την έννοια της κρατικής ενίσχυσης, παρά αρκείται στην κρατική της προέλευση, ανεξαρτήτως της μορφής της, το στόχο που επιδιώκει και τους λόγους χορήγησής της. Το ∆ΕΚ ερμηνεύοντας το αρ.107 ΣΛΕΕ έχει επισημάνει, ότι η έννοια της ενίσχυσης είναι πολύ γενικότερη από την έννοια της επιχορήγησης-επιδότησης, διότι συμπεριλαμβάνει όχι µόνο θετικές παροχές αλλά και επεμβάσεις οι οποίες, ανεξαρτήτως µορφής, ελαφρύνουν τα βάρη που φέρουν κανονικά οι επιχειρήσεις (ΔΕΚ απόφ. 15.3.1994, υποθ. C-387/92, Συλλ.1994,σελ. Ι-877 σκέψη 13.). Πρόκειται, δηλαδή, σύµφωνα µε τη νοµολογία του ∆ΕΚ για «ένα πλεονέκτημα το οποίο παρέχεται σε ορισμένες επιχειρήσεις ή κλάδους παραγωγής, µέσω µιας επέµβασης του ευρύτερου ∆ηµοσίου τοµέα, που ενέχει ένα άµεσο ή έµµεσο κόστος για τον κρατικό προϋπολογισµό δίχως αντάλλαγµα για το κράτος» (ΔΕΚ απόφ. 26.6.1996, υποθ. C-241/94,Συλλ.1996,σελ.Ι-04551 και ΔΕΚ απφ. 22.3.1977, υπόθ. 78/76, Συλλ. 1977, σελ.00595).
Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι η έννοια της ενίσχυσης οριοθετείται και προσδιορίζεται σε σχέση προς τις συνέπειες, που συνεπάγεται, δηλαδή την ελάφρυνση του κόστους της οποίας επωφελείται ο δικαιούχος της ενίσχυσης. Έτσι, πέρα από τις απλές επιχορηγήσεις, οι κρατικές ενισχύσεις µπορούν να λάβουν διάφορες µορφές.
Ενδεικτικά, ως κρατικές ενισχύσεις θεωρούνται: η παροχή δανείων και τραπεζικών εγγυήσεων, οι φορολογικές απαλλαγές, οι επιδοτήσεις επιτοκίων, το ευνοϊκό κοστολόγιο παροχής ειδών ή υπηρεσιών από κρατικό φορέα, οι χορηγήσεις bonus σε εργαζοµένους ενός τοµέα της οικονοµίας που αντιµετωπίζει προβλήµατα (έµµεση ενίσχυση επιχειρήσεων διότι διαφορετικά θα έπρεπε να αυξήσουν τις αποδοχές των εργαζοµένων προς αποφυγήν αποχώρησής τους), οι κρατικές συµµετοχές στο κεφάλαιο επιχειρήσεων του δηµοσίου ή ιδιωτικού τοµέα και οι κεφαλαιοποιήσεις χρεών, οι πωλήσεις ακινήτων από δηµόσιους φορείς µε πολύ ευνοϊκούς όρους, οι ιδιωτικοποιήσεις (πωλήσεις δηµοσίων επιχειρήσεων σε ιδιώτες) σε τιµές χαµηλότερες της πραγµατικής αξίας της πωληθείσας επιχείρησης.
∆εύτερη και τελευταία αναγκαία προϋπόθεση για την απαγόρευση µιας κρατικής ενίσχυσης είναι "η στρέβλωση ή η απειλή στρέβλωσης του ανταγωνισµού και ο επηρεασµός του εµπορίου µεταξύ των κρατών µελών». Η προϋπόθεση αυτή αποτελεί και τον πυρήνα της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης. Σύµφωνα µε τη νοµολογία του ∆ΕΚ και την πρακτική της Επιτροπής τα δύο ανωτέρω στοιχεία της διάταξης, η νόθευση του ανταγωνισµού και η διατάραξη των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, είναι άρρηκτα συνδεδεµένα µεταξύ τους, δεδοµένου, ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων συντρέχουν ταυτόχρονα. Το ∆ΕΚ απέκρινε, ότι όταν µια κρατική ενίσχυση οικονοµικού χαρακτήρα ενισχύει τη θέση µιας επιχείρησης σε σχέση µε τις άλλες επιχειρήσεις, που την ανταγωνίζονται στο ενδοκοινοτικό εµπόριο, οι τελευταίες πρέπει να θεωρούνται, ότι επηρεάζονται από την ενίσχυση (ΔΕΚ απφ 17.9.1980, υπόθ.: 730/79, Συλλ. 1980, σελ. 02671, σκέψη 11).
Κατά την πάγια νοµολογία, η διατάραξη του εµπορίου µεταξύ των κρατών µελών δε µπορεί a priori να αποκλειστεί ούτε από το ύψος της ενίσχυσης ή το µικρό µέγεθος της επωφελούµενης από την ενίσχυση επιχείρησης, ούτε από τον περιφερειακό ή τοπικό χαρακτήρα της δραστηριότητάς της (ΔΕΚ απόφ. 21.7.2005, υπόθ.:C-71/04, Συλλ. 2005, σελ. Ι-07419, σκέψη 42).
Το γεγονός, µάλιστα, ότι δεν απαιτείται να αποδειχθεί, ότι η ενίσχυση έχει πραγµατικές επιπτώσεις στο εµπόριο µεταξύ κρατών µελών και προκαλεί πραγµατική στρέβλωση του ανταγωνισµού, αλλά αρκεί να εξεταστεί απλώς αν η ενίσχυση δύναται να θίξει το εν λόγω εµπόριο και να νοθεύσει τον ανταγωνισµό (ΔΕΚ απόφ. 15.12.2005, υπόθ. C-148/04, Συλλ. 2005, σελ. Ι-11137, σκέψη 84.), διευρύνει τις περιπτώσεις εφαρµογής του άρθρου 107 παρ1.
Ακόµη, δεν είναι αναγκαίο η επιχείρηση, που έλαβε την ενίσχυση να µετέχει η ίδια στις εξαγωγές (ΔΕΚ απόφ 7.3.2002, υπόθ.: C-310/99, Συλλ. 2002, σελ. Ι-02289, σκέψη 84.), αφού η ενίσχυση µιας επιχείρησης που µέχρι σήµερα δεν µετείχε στο ενδοκοινοτικό εµπόριο ενδέχεται να καταστήσει δυνατή τη διείσδυσή της στην αγορά ενός άλλου κράτους µέλους.
Ωστόσο, όλως προσφάτως, έχουν υπάρξει και αρκετές υποθέσεις, στις οποίες η Επιτροπή κατέληξε στο συµπέρασµα, ότι οι επιδοτούµενες δραστηριότητες είχαν καθαρά τοπικό χαρακτήρα και δεν επηρέασαν το εµπόριο µεταξύ κρατών µελών. Σχετικά παραδείγµατα, αφορούν πισίνες που χρησιµοποιούνται, κυρίως, από τον τοπικό πληθυσµό, τοπικά µουσεία που δεν είναι πιθανό να προσελκύουν διασυνοριακούς επισκέπτες, τοπικά πολιτιστικά γεγονότα, των οποίων το εν δυνάµει ακροατήριο είναι περιορισµένο σε τοπικό επίπεδο, υπηρεσίες εστίασης και τοπικός τύπος.
Ομοίως, εκφεύγουν της εφαρµογής της διάταξης του άρθρου 107 παρ.1 της ΣΛΕΕ οι ενισχύσεις, των οποίων οι συνέπειες για τον ανταγωνισµό στην εσωτερική αγορά είναι ασήµαντες, σύμφωνα με τον κανονισμό 1998/2006 της Επιτροπής (de minimis), δυνάµει του οποίου οι ενισχύσεις, που δεν υπερβαίνουν το ανώτατο όριο των 200.000 € ανά επιχείρηση για οποιαδήποτε περίοδο τριών ετών, θεωρείται ότι δεν επηρεάζουν το εµπόριο µεταξύ κρατών µελών ή/και δε στρεβλώνουν ούτε απειλούν να στρεβλώσουν τον ανταγωνισµό.
Από τις ανωτέρω διαπιστώσεις της νομολογία του ΔΕΚ προκύπτουν εξαιρετικά χρήσιμα συμπεράσματα για το διερευνώμενο με την παρούσα τεκμηρίωση πρόβλημα:
[α] με βάση το ένα από τα δύο κριτήρια, που τίθενται από την νομολογία, (παροχή ενός πλεονεκτήματος από το κράτος μέλος) η παραχώρηση συχνότητας σε δημοτικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, θα μπορούσε να ενταχθεί στην έννοια της κρατικής ενισχύσεως, αφού αποτελεί ένα παρεχόμενο εκ του κράτους ευεργέτημα σε συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων.
[β] Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, με δεδομένο, ότι οι δημοτικές επιχειρήσεις έχουν τοπικό χαρακτήρα, εκ της φύσεως και της λειτουργίας τους, είναι αμφίβολο εάν πληρούται το δεύτερο κριτήριο της νομολογίας, ήτοι η στρέβλωση του ανταγωνισμού και η διατάραξη του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών, αφού οι σταθμοί αυτοί αναφέρονται σε ένα τοπικό κοινό, είναι αμφίβολο εάν θα μπορούσαν να προκαλέσουν στρέβλωση του ανταγωνισμού, αφού ο ρόλος τους είναι ειδικός και σε κάθε περίπτωση, και αυτό θα μας φέρει στο επόμενο επίπεδο σκέψεως, επιτελούν έναν δημόσιο σκοπό (κοινωνικό και πολιτιστικό).
[Γ] Η ΔΩΡΕΑΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΕΝΤΕΤΑΓΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ.
Στα πλαίσια του Κοινοτικού Δικαίου, έχει αναπτυχθεί ένα πυκνό σύστημα κανόνων, που διέπουν το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα των κρατικών ενισχύσεων.
Η πορεία αυτή ξεκίνησε από την δεκαετία του 1970, όταν οι οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις άρχισαν πλέον να επιτρέπουν στα κράτη μέλη να χορηγούν και σε άλλους φορείς, πλην του ιδίου του κράτους, άδειες ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων. Τα κράτη μέλη, συνεπώς, αποφάσισαν να ανοίξουν τις αγορές στον ανταγωνισμό, πράγμα, που προσέφερε περισσότερες επιλογές στους καταναλωτές, αφού είχαν πλέον στην διάθεση τους πολύ περισσότερους σταθμούς και νέες υπηρεσίες. Τούτο συνέβαλε επίσης, στην εμφάνιση και στην επέκταση ισχυρών ευρωπαϊκών φορέων, στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, καθώς και σε πολυφωνία στον τομέα, πράγμα, που υπερβαίνει σε σημασία την απλή ύπαρξη περισσότερων σταθμών και υπηρεσιών. Ανοίγοντας την αγορά στον ανταγωνισμό τα κράτη μέλη θεώρησαν ότι πρέπει να διατηρηθεί η δημόσια ραδιοτηλεόραση, προκειμένου να διασφαλιστεί η κάλυψη ορισμένων περιοχών και η ικανοποίηση αναγκών και στόχων δημόσιας πολιτικής, που σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα καλύπτονταν απαραίτητα στον επιθυμητό βαθμό. Η κατεύθυνση αυτή επιβεβαιώθηκε μέσα από το ερμηνευτικό πρωτόκολλο για το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη, το οποίο προσαρτήθηκε στην Συνθήκη του Αμστερνταμ.
Το εν λόγω πρωτόκολλο προβλέπει «Οι διατάξεις της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ισχύουν υπό την επιφύλαξη της αρμοδιότητας των κρατών μελών να μεριμνούν για την χρηματοδότηση της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας, εφόσον η χρηματοδότηση αυτή παρέχεται σε ραδιοτηλεοπτικους οργανισμούς για την εκπλήρωση του στόχου της δημόσιας υπηρεσίας, έτσι, όπως την έχει θεσμοθετήσει, οριοθετήσει και οργανώσει κάθε κράτος μέλος, και εφόσον η χρηματοδότηση αυτή δεν επηρεάζει τις συνθήκες του εμπορία και τον ανταγωνισμό εντός της Κοινότητας σε βαθμό αντιβαίνοντα στο κοινό συμφέρον, ενώ λαμβάνεται υπόψη η πραγματοποίηση του στόχου, που εξυπηρετεί αυτή η δημόσια υπηρεσία»
Από την διατύπωση του ως άνω άρθρου προκύπτει, ότι δεν απαγορεύεται από την Συνθήκη η θέσπιση ειδικών κανόνων για την χρηματοδότηση και λειτουργία της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ένας σκοπός δημόσιας υπηρεσίας. Ο καθορισμός δε της έννοιας της δημόσιας υπηρεσίας ανήκει αποκλειστικά και μόνο στο κράτος μέλος, λαμβανομένων πάντοτε υπόψη των κριτηρίων, που έχει αναπτύξει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αλλά και ένα σύνθετο πλέγμα διατάξεων, που απορρέουν από κοινοτικές Οδηγίες και Αποφάσεις της Επιτροπής.
Με βάση την τελευταία αυτή διαπίστωση, θα πρέπει να διερευνηθεί σοβαρά εάν υπό το πρίσμα της κοινοτικής νομοθεσίας και νομολογίας, οι δημοτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί θα μπορούσαν να ενταχθούν στην έννοια των φορέων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, οι οποίοι διέπονται από ειδικό καθεστώς και σε κάθε περίπτωση εκφεύγουν από τους περιορισμούς, που εισάγονται από την νομοθεσία για την παροχή εκ μέρους του κράτους συγκεκριμένων πλεονεκτημάτων. Κρίσιμο, συνεπώς, είναι να αναλυθούν τα χαρακτηριστικά εκείνα στοιχεία, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια τέτοια υπαγωγή.
Το ΔΕΚ στην υπόθεση Altmark (C-280/2000 Συλλογή 2003, σελ.Ι-7747) έθεσε για πρώτη φορά τους κανόνες, βάσει των οποίων οι αντισταθμίσεις για τη παροχή δημόσιας υπηρεσίας δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις εφόσον πληρούνται σωρευτικά τέσσερα κριτήρια:
[α] η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας και η υποχρέωση αυτή πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένη
[β] οι βασικές παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν καθοριστεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια
[γ] η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσόν που είναι αναγκαίο για την κάλυψη όλων ή μέρους των δαπανών, που προκύπτουν από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένου υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους και
[δ] Η επιλογή της επιχείρησης στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε συγκεκριμένη περίπτωση, δεν πραγματοποιείται στα πλαίσια διαδικασίας σύναψης δημόσιας συμβάσεως, η οποία προσφέρει την δυνατότητα επιλογής του υποψηφίου που είναι σε θέση να παράσχει τις υπηρεσίες με το χαμηλότερο για το κοινωνικό σύνολο κόστος, το επίπεδο της απαραίτητης αντιστάθμισης πρέπει να καθορίζεται βάσει ανάλυσης των δαπανών, στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλο εξοπλισμό, ώστε να μπορεί να πληρεί τις απαιτήσεις δημόσιας υπηρεσίας από την εκτέλεση των υποχρεώσεων αυτών.
Σύμφωνα με το άρ. 86 παρ.2 της Συνθήκης (πλέον 106 παρ.2 της ΣΛΕΕ): "Οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με την διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου, υπόκειται στους κανόνες της παρούσας Συνθήκης, ιδίως στους κανόνες του ανταγωνισμού, κατά το μέτρο, που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής, που τους έχει ανατεθεί. Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό, ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Κοινότητας".
Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα αποφανθεί ότι το άρ. 86 προβλέπει παρέκκλιση και συνεπώς πρέπει να εφαρμόζεται περιοριστικά. Το ΔΕΚ έχει διευκρινίσει, ότι για να τύχει ένα μέτρο της παρέκκλισης αυτής, θα πρέπει να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:
[α] πρέπει να πρόκειται για υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος και να ορίζεται ως τέτοια από το κράτος μέλος (ορισμός) (C-172/80 Zeuchner Συλλογή (1981) 2021)
[β] η παροχή της εν λόγω υπηρεσίας (ανάθεση) πρέπει να έχει ανατεθεί ρητά στην εν λόγω επιχείρηση από το κράτος μέλος (C-242/95 GT-Link (1997) 4449)
[γ] η εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης (στην περίπτωση αυτή η απαγόρευση χορήγησης κρατικών ενισχύσεων) πρέπει να εμποδίζει την πραγματοποίηση της ιδιαίτερης αποστολής, που έχει ανατεθεί στην επιχείρηση και η απαλλαγή από τους εν λόγω κανόνες δεν πρέπει να επηρεάζει την ανάπτυξη των συναλλαγών σε βαθμό αντίθετο προς το συμφέρον της Κοινότητας (κριτήριο αναλογικότητας) (C-159/94 EDF, GDF Συλλογή 1997 Ι 5815).
Στην περίπτωση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, η προσέγγιση αυτή πρέπει να προσαρμοστεί με βάσει τις ερμηνευτικές διατάξεις του Πρωτοκόλλου του Αμστερνταμ, το οποίο αναφέρεται στην "υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας, όπως ανατίθεται, ορίζεται και οργανώνεται από κάθε κράτος μέλος" (ορισμός και ανάθεση) ώστε να παρέχεται απαλλαγή από τους κανόνες της Συνθήκης για την χρηματοδότηση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης (στον βαθμό που η χρηματοδότηση αυτή χορηγείται σε ραδιοτηλεοπτικούς φορείς για την εκπλήρωση της υποχρέωσης δημόσιας υπηρεσίας και δεν επηρεάζει τους όρους του εμπορίου και του ανταγωνισμού στην Κοινότητα, σε βαθμό, που θα ήταν αντίθετος προς το κοινό συμφέρον ενώ θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματοποίηση της δημόσιας αυτής υπηρεσίας (αναλογικότητα) (Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στη δημόσια ραδιοτηλεόραση 2009/C-257/1 παρ. 36).
Για να πληρούται ο όρος, που τέθηκε ανωτέρω υπό [α], ήτοι να πρόκειται για υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος και να ορίζεται ως τέτοια από το κράτος μέλος (ορισμός), πρέπει να διευκρινιστεί η έννοια της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας (Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στη δημόσια ραδιοτηλεόραση 2009/C-257/1 παρ. 44).
Έτσι, ο ορισμός της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα οποία μπορεί να αποφασίζουν σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, σύμφωνα με την εθνική έννομη τάξη. Σε γενικές δε γραμμές πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας, η κοινοτική έννοια "των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος". Η Επιτροπή στην ως άνω ανακοίνωση της δέχεται, ότι ο ορισμός της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας από τα κράτη μέλη, θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβής, αφού "χωρίς σαφή και ακριβή ορισμό των υποχρεώσεων, που επιβάλλονται στην δημόσια ραδιοτηλεόραση, η Επιτροπή δεν έχει την δυνατότητα να επιτελέσει το έργο της βάσει του άρθρου 86 παράγραφος 2 και συνεπώς δεν μπορεί να χορηγεί καμία απαλλαγή βάση της διάταξης αυτής".
Παράλληλα, λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα του ραδιοτηλεοπτικού τομέα και λόγω της ανάγκης διαφύλαξης των συντακτικής ανεξαρτησίας των δημοσίων ραδιοτηλεοπτικών φορέων, ένα ποιοτικός ορισμός, που αναθέτει σε συγκεκριμένο ραδιοτηλεοπτικό φορέα, την υποχρέωση να παρέχει ευρύ φάσμα προγραμμάτων και ισορροπημένη και διαφοροποιημένη προσφορά εκπομπών θεωρείται εν γένει σύμφωνα προς τις ερμηνευτικές διατάξεις του Πρωτοκόλλου του Αμστερνταμ, θεμιτός σύμφωνα με το άρ. 86 παρ. 2 της Συνθήκης (Τ-442/03, SIC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008 σκέψη 201, συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-309/04, Τ-317/04, Τ-336/04 ΤV2/Δανία κατά Επιτροπής Συλλογή 2008, σκέψεις 122 έως 124). Όπως δε έχει αποφανθεί το Πρωτοδικείο η νομιμότητα των ευρέως προσδιοριζόμενων υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας στηρίζεται στην ύπαρξη ποιοτικών απαιτήσεων για τις υπηρεσίες, που παρέχει ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας.
Περαιτέρω, προκειμένου να τύχει απαλλαγής, σύμφωνα με το άρ. 86 παρ. 2 της Συνθήκης η αποστολή δημόσιας υπηρεσίας θα πρέπει να έχει ανατεθεί σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις μέσω επίσημης πράξης (πχ νομοθετικά, με σύμβαση ή με δεσμευτικούς όρους αναφοράς). Η πράξη ανάθεσης θα πρέπει να καθορίζει τον ακριβή χαρακτήρα των υποχρεώσεων της δημόσιας υπηρεσίας και να ορίζει τους όρους για την παροχή αντιστάθμισης, καθώς και τις ρυθμίσεις για την αποφυγή και την αποπληρωμή τυχόν υπεραντιστάθμισης. Δεν αρκεί, ωστόσο, να ανατεθεί επίσημα σε έναν δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα, η παροχή σαφώς καθορισμένης δημόσιας υπηρεσίας. Είναι επίσης, ανάγκη η δημόσια υπηρεσία να παρέχεται όπως προβλέπεται σε επίσημη συμφωνία μεταξύ του Κράτους και της εντολοδόχου επιχείρησης. Πρέπει δε η εφαρμογή της συμφωνίας να παρακολουθείται από μία κατάλληλη αρχή με διαφάνεια και αποτελεσματικότητα. Τα κράτη μέλη μπορούν να προσδιορίσουν τους μηχανισμούς της αποτελεσματικής εποπτείας όσον αφορά στην εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας.
[Δ] Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΥΠΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΡΑΔΙΟΦΩΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ "ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ"
Μέσω των κανόνων αυτών, που προκύπτουν από την νομολογία, την Ανακοίνωση της Επιτροπής και το Πρωτόκολλο του Αμστερνταμ, προκύπτουν επί της ουσίας και οι γενικές γραμμές, που δύνανται να επιτρέψουν την υπαγωγή των δημοτικών ραδιοφωνικών σταθμών στην έννοια της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας, επιτρέποντας αποκλίσεις από τα γενικώς για τις επιχειρήσεις του κλάδου ισχύοντα.
Έτσι, με βάση τα όσα ανωτέρω περιγράφησαν, οι δημοτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν βάσει νόμου και εν συνεχεία δυνάμει μεταξύ αυτών και του Δημοσίου υπογραφείσας σύμβασης παραχώρησης της χρήσεως των ραδιοσυχνοτήτων, ως φορείς, που επιτελούν "δημόσια υπηρεσία". Για την ως άνω ένταξη, θα πρέπει να ρητώς να προβλέπεται η δημόσια υπηρεσία, που τους ανατίθεται, ήτοι η ενημέρωση των τοπικών κοινωνιών για ζητήματα, που αφορούν τις τοπικές υποθέσεις, η προώθηση της τοπικής αγοράς, η παροχή ποιοτικών (βάσει συγκεκριμένων χαρακτηριστικών) προγραμμάτων, που σχετίζονται με τον πολιτισμό, την τέχνη, την παιδεία. Παράλληλα, στην σύμβαση για την παραχώρηση της ραδιοσυχνότητας της οποίας αυτοί θα κάνουν χρήση, θα πρέπει να προβλέπονται αναλυτικά οι υποχρεώσεις αυτών, προς επίτευξη του ως άνω περιγραφόμενου σκοπού και να προβλέπεται η διαφάνεια στην οικονομική τους διαχείριση και την ίδια στιγμή να προβλέπεται ο έλεγχος της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών από ανεξάρτητη αρχή.
[3] Η ΕΘΝΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΜΙΑΣ ΤΕΤΟΙΑΣ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ.
Από πλευράς συνταγματικού δικαίου, η ως άνω ρύθμιση δεν φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση προς τον συνταγματικά κατοχυρωμένο ρόλο της τοπικής αυτοδιοικήσεως, αφού η αναγόρευση των δημοτικών ραδιοφωνικών σταθμών σε φορείς, που επιτελούν "δημόσια υπηρεσία", κατά την ανωτέρω έννοια δεν παραβιάζει την διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια των ΟΤΑ, καθώς η χρήσης των ραδιοσυχνοτήτων (και συνακόλουθα η παραχώρηση τους) αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα του Κράτους (ΣτΕ 2594/2015), το οποίο και μπορεί να θέτει μέσω νομοθετικής διατάξεως ή συμβάσεως περιορισμούς στον τρόπο χρήσεως τους για την επίτευξη σκοπών δημόσιας υπηρεσίας, ιδιαίτερα όταν αυτοί οι περιορισμοί είναι ποιοτικοί.
Εν κατακλείδι, τόσο σε επίπεδο κοινοτικού δικαίου, όσο και σε επίπεδο εθνικής νομοθεσίας είναι εφικτή ειδικά για τους δημοτικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, η απόκλιση από το γενικώς ισχύον καθεστώς των διαδικασιών αδειοδότησης των ραδιοφωνικών σταθμών.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου