Η κουβέντα μας με τον Γιώργο Μαργαρίτη ήταν 100% αυθεντική. Αμεση. Με... γνήσιες λέξεις. Θα τη διαβάσετε παρακάτω και, νομίζω, θα συμφωνήσετε.
Την άφησα επίτηδες ακατέργαστη. Γιατί π.χ. να αλλάζεις το «μπαμπάκι» και το «ντούκου-ντούκου» που σημαίνουν λεφτά; Εννοείται πως το αφήνεις όπως είναι. Τον συνάντησα το απόγευμα της Τρίτης σε ένα υπόγειο στούντιο στο Παγκράτι. Εκανε πρόβες για τη μεγάλη συναυλία του, τη Δευτέρα, στο Θέατρο Βράχων. «Ακου τι θα πω», έτσι είναι ο τίτλος της, και αποτελεί ένα μεγάλο αφιέρωμα στον Γιώργο Μαργαρίτη για τα 40 χρόνια του στο ελληνικό τραγούδι.
Μαζί του οι συνθέτες Μίμης Πλέσσας (μόλις κυκλοφόρησε με τον Γιώργο Μαργαρίτη τα «Απροσδόκητα», έξι καινούργια τραγούδια σε στίχους του δικηγόρου Βασίλη Καπερνάρου), Χρήστος Νικολόπουλος, Τάκης Σούκας και Δημήτρης Παπαδημητρίου, αλλά και οι τραγουδιστές Γλυκερία, Νατάσσα Θεοδωρίδου, Γιάννης Κότσιρας, Χρήστος Μάστορας, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Γιώτα Νέγκα, Χριστιάνα Γαλιάτσου κ.ά.
Και από τραγούδια, αμέτρητα: «Εσύ μιλάς στην καρδιά μου», «Στο κελί 33», «Πεθαίνω για σένα», «Το καλύτερο μπεγλέρι», «Δρόμοι του Πουθενά (Δεν με νοιάζει, μη σε νοιάζει)», «Το ποτάμι», «Μα τι λέω», «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», αλλά και δημιουργίες του Τσιτσάνη, του Μάρκου, του Παπαϊωάννου και άλλων... Τρεις ολόκληρες ώρες θα κρατήσει η συναυλία, ο... Μαγκάρετ σε χορταστική δόση.
• Πότε καταλαβαίνεις ότι ένα τραγούδι είναι μεγάλο; Αμέσως φαίνεται;
Ε ναι, μην κρυβόμαστε. Από την πρώτη στιγμή. Και λένε κάποιοι «δεν ξέραμε ότι θα γίνει σουξέ». Πώς δεν το ήξερες μωρέ, αφού το έχεις για λαγό το κομμάτι; Τι είναι αυτά που λες τώρα; Κάναμε μια πλάκα στον Καζαντζίδη, του πάμε τρία άτομα μία κασέτα να ακούσει και ήμασταν συνεννοημένοι να του προτείνουμε άλλο τραγούδι ότι αξίζει από εκείνο που πραγματικά άξιζε. «Αυτό;», ρωτάει με δυσπιστία, «σίγουρα;».
Μόλις άκουσε όλη την κασέτα είπε «εδώ είμαστε», επιλέγοντας το αληθινά καλό τραγούδι. Κατευθείαν. Εμείς εκεί, επιμέναμε για το άλλο κομμάτι, οπότε τραβάει μία στο πακέτο με τα τσιγάρα ο Στέλιος, ρίχνει μια σφαλιάρα στο πακέτο, ανάβει ένα τσιγάρο, «τι δεν με καταλαβαίνετε;» φωνάζει, «αυτό είναι, τελείωσε». Γελάγαμε, του το είπαμε μετά...
• Ο συνθέτης το γνωρίζει αυτό, γνωρίζει ότι δεν είναι σπουδαίο ένα κομμάτι;
Προ πολλού...
• Και τα σημερινά τραγούδια;
Το τραγούδι σήμερα κοστίζει πιο ακριβά από ένα παιδί που γεννιέται. Παιδί είναι κι αυτό, θέλει να το εξασφαλίσεις, ένα και δύο χρόνια, πώς θα φτάσει στους ανθρώπους ώστε να το τοποθετήσουν στην καλύτερη γωνιά τους. Αν αξίζει βέβαια...
• Εχουν χαθεί δηλαδή καλά τραγούδια;
Ε βέβαια, αν δεν τα πει ο κατάλληλος τραγουδιστής, ο ιδιαίτερος.
• Πώς αντέχει ένα τραγούδι;
Για να αντέξει ένα τραγούδι τώρα και να γίνει επιτυχία πρέπει να έχεις εδώ «μπαμπάκι» (σ.σ.: μου έδειχνε την τσέπη του, μπαμπάκι = χρήματα). Αν έχεις «μπαμπάκι», θα το κάνεις επιτυχία ακόμα και αν λες μόνο «σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς» για μία εβδομάδα.
Αν δεν είναι βέβαια δυνατό τραγούδι και ο τραγουδιστής δεν είναι ιδιαίτερος, να βάλει το δικό του χρώμα, να ακολουθήσει το δικό του μονοπάτι, μην περιμένεις να το περάσει στο πλατύ κοινό.
• Ετσι όπως το λες όμως, αποκλείεται να βγει νέος Μαργαρίτης;
Μα δεν θέλουν να βγάλουν νέο Μαργαρίτη, νέο Καζαντζίδη κ.ο.κ. Δεν φταίνε όμως οι νέοι τραγουδιστές, αλλά το είδος. Δεν έχουν βιώματα, δεν μπορούν να τραγουδήσουν με καημό και δεν απαιτώ κάτι τέτοιο από αυτούς. Αλλά αυτοί θα είναι οι τραγουδιστές που θα περνάτε τη διασκέδασή σας τα επόμενα σαράντα χρόνια.
• Αρα είμαστε καταδικασμένοι;
Δεν θέλω να κρίνω τις γενιές που έρχονται, θέλω να κριθούν μόνες τους. Τα τραγούδια σήμερα μοιάζουν όλα, είναι μόδα.
• Σε έπαιζαν εσένα τα ραδιόφωνα;
Εμένα, προσωπικά, με αγάπησαν πολύ οι ραδιοπειρατές και δεν τους ξεχνάω. Αυτούς τους πειρατές δεν τους βοηθούσα επειδή τους συμπαθούσα σαν ραδιόφωνα αλλά επειδή ήταν παιδιά που έβγαζαν το μεράκι τους. Ηταν άλλο το επάγγελμά τους, εκεί έκαναν το κέφι τους.
Πολλές φορές τους έπαιρναν τους πομπούς, η αστυνομία. Το θυμάμαι σαν τώρα. Ε, πού να ξαναβρούν χρήματα τα παιδιά; Εβγαζα πέντε-έξι χιλιάρικα, τα μισά τούς τα έδινα. Υπήρχαν τότε μόνο τα κρατικά κανάλια και ραδιόφωνα και για να ακουστείς έπρεπε να έχεις μπάρμπα στην Κορώνη. Δεν πέρναγες εύκολα, εκεί υπήρχε ομάδα, ντούκου-ντούκου (σ.σ.: χρήματα).
• Και τα ραδιόφωνα σήμερα;
Τα σύγχρονα ραδιόφωνα έχουν βάλει στην άκρη την ιστορία. Μήπως ο Θεός θα έπρεπε να είχε δώσει μία ακόμα ζωή στον Μάρκο, στον Τσιτσάνη και τον Παπαϊωάννου; Να μην μπορούν να κάνουν τίποτε τα ραδιόφωνα.
• Θα μείνουν τα σύγχρονα τραγούδια στο μέλλον;
Για μένα δεν θα μείνει τίποτε. Αλλά αν ρωτήσεις τους τραγουδιστές, σήμερα, θα σου πουν πως θα μείνουν. Μπορεί κι εμείς να τα βλέπουμε διαφορετικά. Πολύ ντάμπα-ντούμπα τώρα.
• Εσείς δεν τα είχατε ντάμπα-ντούμπα τότε;
Είχαμε κι εμείς αλλά είχαμε και μεγάλους συνθέτες. Πού να πάμε; Στον Μάρκο; Στον Τσιτσάνη; Στον Παπαϊωάνου; Κολόνες. Ο Μίκης, ο Χατζιδάκις. Αλλά και από την άλλη πλευρά. Ο Ζαμπέτας. Ο Ακης Πάνου. Και άλλοι.
• Εσύ ποιον θεωρείς κορυφή;
Δεν το είπα εγώ, το είπε ο Μίκης. Ο Τσιτσάνης και μετά όλοι οι άλλοι. Κι έτσι είναι η πραγματικότητα. Αν πάρεις τα τραγούδια του Τσιτσάνη, δεν πετάς ούτε ένα.
• Γιατί δεν βγαίνουν μερακλίδικα τραγούδια τώρα;
Τα μερακλίδικα τραγούδια βγαίνουν από τους ανθρώπους, από τα βιώματα. Ανάλογα τι έχεις περάσει, τι καημό έχεις μέσα σου. Οπως υπάρχουν και μερακλήδες ακροατές, «μα κάθε βράδυ στα μπουζούκια;», μα είναι μερακλής ο άνθρωπος. Ετσι είμαι κι εγώ. Και αυτοί που τα έγραψαν ήταν μερακλήδες.
• Γιατί δεν μπορεί και σήμερα ένας νέος τραγουδιστής να είναι μερακλής;
Γιατί τα έχει όλα, έτσι γεννιέται. Δεν υπάρχει κάτι να του λείπει. Δεν πονάει πουθενά.
• Και η οικονομική κρίση;
Δεν είναι τίποτε αυτό. Το παιδί μεγάλωσε, πήρε τον δρόμο του, δεν παίρνει χαμπάρι πια. Το βίωμα σε κάνει να έχεις πράγματα μέσα σου και να τα δίνεις όλα.
• Κι εσύ πέρασες δύσκολα;
Πολύ. Αλλά δεν παίρνω χαμπάρι, αν είναι κάτι άσχημο, το διώχνω από πάνω μου, βρίσκω τη δύναμη και λέω ότι αυτό δεν μου χρειάζεται. Ενας άνθρωπος που έχει το δικό του μονοπάτι δεν μπορείς να τον φράξεις, θα βρει τον τρόπο να ξεφύγει. Κι εσύ που είσαι νέος άνθρωπος να το θυμάσαι αυτό, να χαμογελάς και να το ξεπερνάς.
Με τον Καζαντζίδη για ψάρια στην Καισαριανή
Αυτή είναι η πιο αληθινή φωτογραφία. Πάνω στο τραπέζι, τι έχει, βλέπεις; Αλατιέρες, πιπέρια, ψάρια, σπληνάντερα. Οι άλλες φωτογραφίες του Στέλιου με τους άλλους, να μην τους ονομάσω τώρα, τι έχουν πάνω στα τραπέζια;
Τίποτα. Ηταν αντάμωμα για φωτογραφία μόνο. Μπήκες; Εχει πολλές φωτογραφίες ο Καζαντζίδης με άλλους καλλιτέχνες που είναι ψεύτικες, στημένες. Η πιο αληθινή φωτογραφία είναι αυτή, να τηνε, οι αλατιέρες. Εκείνο το βράδυ φύγαμε από το Νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός και με κέρασε ψάρια στην Καισαριανή. Δεν τον ήξερα, δεν είχαμε παρτίδες ακόμα, έναν δίσκο είχα μόνο τότε.
Μόλις είδα να με βγάζουν φωτογραφία με τον Στελάρα, «δεν είμαστε με τα καλά μας», είπα, «πώς μας πήρε χαμπάρι αυτός;» σκέφτηκα και δεν ήξερα και ποιος είναι ο φωτογράφος. Την έβαλαν οι εφημερίδες τη φωτογραφία, αλλά εγώ δεν την είχα. Μετά από πολύ καιρό περπατούσα στην Καισαριανή και βλέπω σε μια βιτρίνα απέναντι, στο «Φωτογραφείον ο Χρήστος», τη φωτογραφία. Μπαίνω μέσα, «ρε συ Χρήστο, εσύ μας τράβηξες;», «ε ναι, δεν το ήξερες;», «πού να το ξέρω, μπας κι εγώ σε φώναξα;» του απάντησα...
Τα λουλούδια του Στράτου
Οταν τελείωνε την κάθε βραδιά στο μαγαζί ο Στράτος Διονυσίου, μάζευε στα χέρια τα λουλούδια που του πετούσαν και τα έπαιρνε στα καμαρίνια. Το είχε συνήθεια. Ενα βράδυ ήμουν κι εγώ εκεί, πρώτο τραπέζι, με τρεις φίλους. Την ώρα που κάνει αποχώρηση από την πίστα ο Στράτος, έρχεται προς το μέρος μου και μου τα δίνει! «Πάρ’ τα ρε μαγκάκο» μου λέει και μείναμε κάγκελο όλοι. Δεν τα έδινε πουθενά και μου τα έδωσε εμένα.
«Ο Ακης Πάνου δεν έδινε εύκολα τα τραγούδια του»
Είμαι ο τελευταίος τραγουδιστής που είπα κομμάτια του Ακη Πάνου. Εν ζωή και με την άδειά του. Δεν έπαιρνες εύκολα τραγούδια του αν δεν σε γούσταρε. Ο Ακης είχε μάθει για μένα, πως υπήρχε ένας τραγουδιστής στη Γλυφάδα και έλεγε κομμάτια του.
Τον γνώρισα μέσω ενός κοινού φίλου με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Ερχεται ένα βράδυ και μου λέει, ξαφνικά, «τον επόμενο δίσκο μου θα τον κάνω μαζί σου», χωρίς να μου εξηγήσει ποτέ πώς έγινε αυτό. Κάναμε έξι τραγούδια μαζί και μετά ήθελε όλο το άλμπουμ, αλλά δεν γινότανε γιατί η άλλη πλευρά του δίσκου ήταν με τον Αντώνη Ρεπάνη.
Οταν ανέβηκε στην πίστα ο Μανώλης Αγγελόπουλος
Ερχεται ένα βράδυ ο μεγάλος Μανώλης Αγγελόπουλος στο «Αθήνα», στο μαγαζί που τραγουδούσα, 1982. Εχει στείλει τους σερβιτόρους όλους, από ένα κιβώτιο σαμπάνιες, και λέει στον φωτογράφο να είναι στημένος «και μόλις πάω δίπλα στον πιτσιρίκο να μας βγάλεις φωτογραφία».
Οπότε έρχεται ο Μανώλης και την ώρα που εγώ τραγουδάω, με κλειστά μάτια, κάνω έτσι και τον βλέπω δίπλα μου! Στοπ λέω στην ορχήστρα, σταματήστε, «Μανώλη, τώρα πώς να μπορέσω να τραγουδήσω εγώ με σένα δίπλα;» του λέω, παίρνει το μικρόφωνο, «γάμησέ τους όλους» μου απαντάει μέσα στον κόσμο, «μυζήθρες είναι». «Τι έκανες, Μανώλη;» του λέω, «προχώρα» μου απαντάει... Αυτή τη φωτογραφία δεν τη βρήκα ποτέ, τον φωτογράφο τον έλεγαν Χρήστο, έμενε στην Καλλιθέα, τον έψαξα αλλά δεν τον βρήκα, πέθανε και μετά από λίγο καιρό...
πηγη : efsyn.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου