Προσωρινά νεκρός...

Δεν ξέρω εάν έχετε πέσει ποτέ θύμα κλοπής. Εάν όχι, σάς διαβεβαιώ πως πρόκειται για εμπειρία μοναδική που -ανεξάρτητα από την αξία τού κλοπιμαίου- διαταράσσει εντός σου τον ρυθμό του κόσμου. 
Σάββατο απόγευμα και ανηφόριζα την οδό Ερμού. Απολάμβανα τη μυρωδιά τής ανοιξιάτικης βροχής. Κοιτούσα γύρω μου με το γαλβανισμένο από τον χρόνο βλέμμα του παλιού Αθηναίου. Πολύχρωμα λεφούσια μπαινόβγαιναν σε μαγαζιά και μαγαζάκια, χαζεύοντας μάλλον παρά ψωνίζοντας. Κοπέλες μοίραζαν διαφημιστικά φυλλάδια -"ενδιαφέρεστε για βαθύ καθαρισμό προσώπου;", "θέλετε να χάσετε δέκα κιλά σε μια εβδομάδα;", "στο Κέντρο Μελλοντολογικών Μελετών μες στη στοά, διεθνούς φήμης μέντιουμ διαβάζουν την παλάμη, τον καφέ σας, την πατούσα σας"... Μουσικοί του δρόμου. Ο τελευταίος εναπομείνας λατερνατζής τσακωνόταν με έναν ξυλοπόδαρο που κατάπινε φλόγες και τού διεκδικούσε την πελατεία. Πιτσιρίκια έπρηζαν τους γονείς τους να τούς αγοράσουν παγωτό. Στο βάθος η Βουλή, που -όταν ήμουν μπόμπιρας- οι μεγάλοι την αποκαλούσαν ακόμα "Παλαιά Ανάκτορα". Μπροστά μου η Καπνικαρέα. Ένα γκρουπ Ασιάτες ξαπόσταινε στο πεζούλι της. 
"Θυμάσαι σε τί ηλικία πρωταντίκρυσες Κινέζο;" ρώτησα τον εαυτό μου. "Στη Δευτέρα Δημοτικού, το 1973. Υπάλληλος μάλλον της πρεσβείας θα ήταν, στεκόταν στη διάβαση του Φάρου Ψυχικού. "Κοιτάξτε παιδάκια!" αναφώνησε η συνοδός τού σχολικού μας λεωφορείου κι όλοι κολλήσαμε στα τζάμια να δούμε το αξιοθέατο και απογοητευτήκαμε οικτρά καθώς δεν ήταν κατακίτρινος ούτε φορούσε ξύλινο καπέλο όπως στα παραμύθια..." 
Δεν αντιλήφθηκα απολύτως τίποτα. Ουδείς με σκούντησε. Τίποτα δεν απέσπασε την προσοχή μου. Χέρι ξένο δεν ένοιωσα να εισβάλλει στον ζωτικό μου χώρο. Διεπίστωσα απλώς ότι το κινητό μου είχε εξαφανιστεί. Γύρισα ανάποδα τις τσέπες μου, βλαστήμησα στεντόρεια, αναπαράστησα τη διαδρομή μου από την τελευταία φορά που το'χα χρησιμοποιήσει - είχε νόημα; - και να μού είχε ακόμα πέσει στο οδόστρωμα ή στο πεζοδρόμιο, απίθανο να με περίμενε εκεί. 
"Μπορώ να κάνω ένα τηλεφώνημα;" ρώτησα τρεις κατά σειράν διαβάτες. Απέστρεψαν το βλέμμα κι επιτάχυναν το βήμα. Δεν τους παρεξήγησα, για εκείνους εγώ φάνταζα σαν επίδοξος κλέφτης, που θα άρπαζε τη συσκευή τους και θα εξαφανιζόταν τρέχοντας. Αγόρασα από το περίπτερο μια τηλεκάρτα κι έσπευσα σε ένα τηλέφωνο δημόσιας χρήσης, χρόνια είχα να χρησιμοποιήσω τέτοιο πράγμα. Σχημάτισα το νούμερό μου, "η κλήση σας προωθείται...". Ηλίου φαεινότερον. Ο δράστης είχε σβήσει το κινητό μου για να μην μπορώ να το εντοπίσω. Κατευθυνόταν ίσως ήδη προς τον κλεπταποδόχο.

Πόσο πωλείται ένα κλεμμένο κινητό; Όσο-όσο υποθέτω. Ένα εικοσάρικο θα αρκεί και θα περισσεύει στον φτωχοδιάβολο που τη στήνει σε πολυσύχναστα σημεία της πόλης και παραμονεύει για αφηρημένους σαν εμένα. Ποιός άραγε να με είχε ελαφρώσει; Ένα πρεζόνι για τη δόση του; ΄Η κάνας μετανάστης, σκαστός από τα κέντρα τής κατ'ευφημισμόν φιλοξενίας; 
Αμφότεροι κατά βάθος θα το ξέραμε πως η δική μου σωτηρία περνάει μέσα απ' τη δική του εξημέρωση. Το ζητούμενο δεν είναι να τον τιμωρήσω αλλά να τον διαφθείρω. Να τον εντάξω, το ταχύτερο, στους κανόνες -κυρίως δε στις καταναλωτικές συνήθειες- της κοινωνίας μου.
"Η κλήση σας προωθείται..." Συνειδητοποίησα αίφνης ότι -αν εξαιρούσες τους αστέγους- ήμουν ο μοναδικός άνθρωπος σε ακτίνα χιλιομέτρων που δεν εξέπεμπε σήμα. Είχα υπό μίαν έννοιαν προσωρινά πεθάνει. 
Ό,τι σχεδόν συμβαίνει εκεί έξω φτάνει σε εμάς μέσω wifi ή 4G. Αλληλεπιδρούμε με τον κόσμο ηλεκτρονικά - ζήτημα αν εξαιρούνται μερικές αυστηρά ιδιωτικές στιγμές μας. Σχετιζόμαστε, συνεργαζόμαστε, τσακωνόμαστε είτε πληκτρολογώντας είτε διοχετεύοντας τη φωνή και την εικόνα μας μέσω συχνοτήτων. Οι λογαριασμοί μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συνιστούν (αντανακλούν έστω πιστά) τα έργα και τις ημέρες μας. Για αυτό και η αστυνομία εκεί ερευνά προς εξιχνίασιν των εγκλημάτων. Για αυτό και το πένθος εκφράζεται πλέον διαδικτυακά, ως RIP. Στερούμενος την πρόσβαση, εξαφανίζεσαι. Εάν άλλα χέρια αρχίσουν να πληκτρολογούν από το δικό σου κομπιούτερ, από το δικό σου κινητό, εσύ καλείσαι να αποδείξεις την αντιποίηση ταυτότητας. Πράγμα ασφαλώς εύκολο. Αρκεί να το επιθυμείς. 
Έπαιξα ειλικρινά με την ιδέα να παραμείνω εκτός δικτύων. Να επιστρέψω σε μια πραγματικότητα εντελώς απτή, όπου δεν μπορείς να μιλήσεις παρά μονάχα με όποιον έχεις απέναντί σου. Όπου το βλέμμα σου δεν βυθίζεται σε οθόνες. Όπου η ροή των πληροφοριών περιορίζεται δραματικά κι ο χρόνος άρα για να τις επεξεργαστείς μεγιστοποιείται. Όπου -ελλείψει σταθερού τηλεφώνου- όποιος ανησυχεί για σένα πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι του σπιτιού σου κι έτσι τα πρόβατα διαχωρίζονται από τα ερίφια - πόσοι από τους διαδικτυακούς σου φίλους ξέρουν πού κατοικείς;
Θα άντεχα; Θα πάθαινα πανικό; Θα είχα αντιθέτως μια σχεδόν μεταφυσική εμπειρία ελευθερίας;
Απέκρουσα τον πειρασμό με το άλλοθι τής πατρότητας. Όταν έχεις ανήλικο παιδί, έπεισα τον εαυτό μου, δεν δικαιούσαι να απενεργοποιηθείς. "Να απενεργοποιηθείς" - αυτό το ρήμα ακριβώς χρησιμοποίησα. Σάμπως να'μουν εγώ το μηχάνημα... 
Για την επόμενη δεκαετία, εφόσον διατηρώ την υγεία μου, δεν θα απενεργοποιηθώ. Εάν κάποιος από εσάς έχει τη δυνατότητα και την περιέργεια, ας το τολμήσει. Και ας γυρίσει έπειτα στον κόσμο των κυβερνοζώντων, για να μας διηγηθεί -αν μη τι άλλο- την εμπειρία του.

* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας /
Share on Google Plus

About bratsolis@yahoo.gr

Είμαστε Καθημερινά μαζί σας και Θέλουμε την Κρίση, την Κριτική, την Συμβολή την Υπόδειξη και τη Συμμετοχή σας.Το Portal μας typospor.gr είναι Ανοικτό σε όλους σας."Συνεχίζουμε να συντονιζόμαστε μαζί σας."Με το Μεράκι,την Ορμή και την “Τρέλα” του 1998.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου