ΥΠΟΘΕΣΗ: Βασισμένος στο βιβλίο «I Heard You Paint Houses», του Τσάρλς Μπράντ, «Ο Ιρλανδός» του Μάρτιν Σκορσέζε είναι ένα επικό saga για το οργανωμένο έγκλημα στη μεταπολεμική Αμερική. Την ιστορία αφηγείται ο βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Φρανκ Σίραν (Ρόμπερτ Ντε Νίρο), ένας απατεώνας και πληρωμένος δολοφόνος που δούλεψε μαζί με μερικές από τις πιο διαβόητες προσωπικότητες του 20ού αιώνα. Γεφυρώνοντας δεκαετίες, η ταινία καταγράφει ένα από τα μεγαλύτερα άλυτα μυστήρια της Αμερικάνικης ιστορίας, την εξαφάνιση του Τζίμι Χόφα (Αλ Πατσίνο), θρυλικού αφεντικού εργατικής ένωσης, και προσφέρει ένα μεγαλειώδες ταξίδι μέσα από τους κρυφούς διαδρόμους του οργανωμένου εγκλήματος: τις εσωτερικές του διεργασίες, έχθρες και συνδέσεις με τη μαζική πολιτική.
Από όπου και αν το πιάσει κανείς, «Ο Ιρλανδός» («The Irishman») διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που παραπέμπουν στο κλείσιμο ενός κύκλου. Είναι η κινηματογραφική πραγματεία του Μάρτιν Σκορσέζε πάνω στο οργανωμένο έγκλημα· ένα βαθιά στοχαστικό γκανγκστερικό δράμα που φιλτράρει με απολογιστική ματιά και συνοψίζει με μεγαλειώδη επιτυχία την ουσία του εμβληματικότερου κεφαλαίου στην φιλμογραφία του Αμερικανού σκηνοθέτη. Το δίδυμο Ρόμπερτ Ντε Νίρο-Τζο Πέσι επιστρέφει κάτω από τη μπαγκέτα του σπουδαίου δημιουργού, για να πλαισιωθεί αυτή τη φορά από τον θρυλικό Αλ Πατσίνο. Από όπου κι αν το πιάσει κανείς, πρόκειται για ένα ατόφιο κομμάτι κινηματογραφικής Ιστορίας, όπου όλοι μαζί οι συντελεστές του υπογράφουν έναν ιδανικό προσωπικό «επίλογο» στο είδος που τους καθόρισε.
Ως δυσθεώρητα φιλόδοξο και κοστοβόρο πρότζεκτ που παρέμενε για πολλά χρόνια στα προσχέδια, «Ο Ιρλανδός» χρειάστηκε να πατήσει πάνω στην εμπιστοσύνη και τις… βαθιές τσέπες της ψηφιακής πλατφόρμας του Netflix για να μπει σε στάδιο υλοποίησης. Σταθερά στην κορυφή των σινεφίλ bucket list, η ταινία θα μπορούσε να «βουλιάξει» μόνο και μόνο από τον υπερβολικά μεγάλο όγκο προσδοκιών που είχε να εκπληρώσει (σ.σ. επανένωση Σκορσέζε-Ντε Νίρο-Πέσι και Ντε Νίρο-Πατσίνο, πρώτη συνεργασία ανάμεσα σε Πατσίνο-Σκορσέζε). Το μεγαλύτερο τμήμα του ιλιγγιώδους μπάτζετ ύψους 160 εκατ. δολαρίων επενδύθηκε στο «ξανάνιωμα» των γηραιών πρωταγωνιστών (σ.σ. οι τρεις ηθοποιοί διανύουν την όγδοη δεκαετία της ζωής τους) με τη συνδρομή της ψηφιακής τεχνολογίας, σε μια προσπάθεια να απεικονισθούν πειστικά οι τελευταίοι σε διάφορες φάσεις της ζωής τους. Μπορεί το αποτέλεσμα να μην είναι αψεγάδιαστο (σ.σ. τα CGI «ίχνη» είναι ορατά ειδικά στο πρόσωπο του Ντε Νίρο, ενώ οι ήρωες δεν δείχνουν ποτέ αρκετά χρόνια νεότεροι από την πραγματική ηλικία των ηθοποιών που τους υποδύονται), εντούτοις όμως δεν λειτουργεί αποσπαστικά χάρη στην υψηλή κλάση των ερμηνειών που μας χαρίζουν απλόχερα οι τρεις «μύθοι».
Ούτως ή άλλως, πραγματικό σημείο αναφοράς της ταινίας δεν είναι το τέχνασμα του de-aging, αλλά ο σκορσεζικός συλλογισμός πάνω στη ματαιότητα μιας στάσης ζωής ψυχρά ταγμένης στο οργανωμένο έγκλημα και τους μαφιόζικους κώδικες. Μιας στάσης που αποστασιοποιείται από αληθινά συναισθήματα και στέρεους δεσμούς, μένοντας αναλωμένη στο να τυλίγει αποπνικτικά τον προστατευτικό της μανδύα γύρω από τον θεσμό της οικογένειας. Έχοντας βρει τον μέντορά του στο πρόσωπο του αρχιμαφιόζου Ράσελ Μπαφαλίνο (ένας συγκλονιστικός Τζο Πέσι), ο Σίραν κυνηγά την ανέλιξη στα κλιμάκια του υποκόσμου μέσα από το χτίσιμο ενός βιογραφικού τυφλής υποταγής και αφοσίωσης στα μεγάλα αφεντικά. Ως πατριάρχης, εφαρμόζει το δόγμα των «μαφιόζικων» πρακτικών εκφοβισμού ως απάντηση σε κάθε -υπαρκτή και μη- απειλή προς τα μέλη της φαμίλιας του, δίχως να αντιλαμβάνεται ότι αφήνει το νοικοκυριό του έκθετο στην τοξικότητα και την ωμότητα μιας υποκοσμιακής δράσης που σαφώς υπονοείται εντός των «τειχών» της ιδιωτικής ζωής. Διάγει έναν βίο βουτηγμένο στο έγκλημα, καθορισμένο από αποφάσεις που οδηγούν στην αποξένωση από τα μέλη της οικογένειας του και όλα εκείνα τα οικεία πρόσωπα που αγάπησε πραγματικά. Σε κάθε λεπτό των τρεισήμισι ωρών διάρκειάς του, το «The Irishman» λειτουργεί ως υπενθύμιση του βάρους των συνειδητών μας επιλογών, καθώς είναι αναπόφευκτο ότι θα πρέπει να ζήσουμε με αυτές και τις συνέπειες τους.
«Ο Ιρλανδός» είναι μία ακόμα ταινία που αναδεικνύει τη μοναδική ικανότητα του Σκορσέζε να στήνει κόσμους οργανωμένου εγκλήματος, γεμάτους λεπτομερή μοτίβα και… ιδιοτροπίες! Μετά από ένα εισαγωγικό πρώτο μέρος που συμβάλλει καθοριστικά σε αυτό το κομμάτι, η είσοδος του αρχισυνδικαλιστή Τζίμι Χόφα ανεβάζει αισθητά τους τόνους, σηματοδοτώντας το σερβίρισμα ενός πραγματικά απολαυστικού «κυρίως πιάτου». Ερμηνεύοντας τον αβανταδόρικο ρόλο, ο Πατσίνο είναι μια αστείρευτη πηγή ενέργειας που ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα και ξεσηκώνει κύματα ενθουσιασμού, κλέβοντας την παράσταση σε κάθε σκηνή. Ο ηγέτης του εργατικοί συνδικάτου των Αμερικανών Οδηγών Φορτηγών κερδίζει τις εντυπώσεις σαν παρουσία ακριβώς επειδή δεν επιτρέπει στα κατάλοιπα της παρασκηνιακής δράσης και των σκοτεινών διασυνδέσεων να αλλοιώσουν το θερμόαιμο πείσμα, τα επικοινωνιακά χαρίσματα, τη γνησιότητα και τη ντομπροσύνη που αποπνέει ο δυναμικός χαρακτήρα του. Δεν καταπνίγει το συναίσθημα ούτε υπολογίζει την κάθε κίνηση με τη σχολαστική ακρίβεια και την ψυχραιμία ενός σιωπηλού «σκακιστή» του υποκόσμου. Αντιθέτως, ενδίδει στον αυθορμητισμό και τη στιγμιαία έξαρση ενός ισχυρογνώμονα -και σε πολλές περιπτώσεις παρορμητικού- νου που τον καθιστά πιο αληθινό, πιο ανθρώπινο, πιο ζωντανό, αλλά και πιο… αυτοκαταστροφικό. Είναι μια φιγούρα που έχει την ικανότητα να γοητεύει, να εμπνέει, αλλά και τρομάζει με την ίδια χαρακτηριστική άνεση.
Στον ρόλο του μεθοδικού, ψυχρού εκτελεστή Σίραν, η λιτή ερμηνεία του Ντε Νίρο δεν καλύπτει αντίστοιχα μεγάλο εύρος, αν και είναι αυτή που απογειώνεται εκφραστικά στο τρίτο μέρος της ταινίας, όταν η ιστορία παίρνει τροπή δράματος «Ερινύων». Στο ηθικό σημείο καμπής για τον μετέωρο πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, εκείνος καλείται να διαλέξει ανάμεσα σε έναν από τους ελάχιστους ριζωμένους συναισθηματικούς δεσμούς της ζωής του που έχουν ανταπόδοση, ή να μείνει προσηλωμένος μέχρι τέλους στο κυνικό καθήκον. Το δίλημμα μοιάζει προορισμένο να γεννήσει έναν ακόμη τραγικό αντιήρωα στην φιλμογραφία του Σκορσέζε, όχι όμως προτού διαβούμε ένα τελικό σταυροδρόμι γεμάτο ατμοσφαιρική αγωνία, όπου η διάδραση μεταξύ Ντε Νίρο και Πατσίνο κρατά τον θεατή με κομμένη την ανάσα. Ο δεύτερος δίνει νέες διαστάσεις στην ερμηνεία του όταν ο χαρακτήρας του έρχεται αντιμέτωπος με τις υποψίες περί μιας εις βάρος του προδοσίας, τις οποίες και τελικά απορρίπτει αφότου εξετάσει φευγαλέα.
Ντε Νίρο και Πατσίνο είναι αναμφίβολα χάρμα οφθαλμών, ωστόσο στην τελική σούμα υπερτερεί η απροσδόκητα ήπια, στωικά εσωτερική ερμηνεία του -διακεκριμένου σε ρόλους φωνακλά λαϊκού τύπου- Πέσι. Είναι εκείνη που κερδίζει τον θαυμασμό και μαγνητίζει τα βλέμματα με την ποιότητα των λεπτών αποχρώσεών της. Ως ήρεμη δύναμη, ο Πέσι επικοινωνεί μια πατρική τρυφερότητα και ταυτόχρονα έχει την ικανότητα να είναι επιδέξια χειριστικός έως σιωπηλά επικίνδυνος. Αρκετές είναι οι δυνατές στιγμές και από το υποστηρικτικό καστ, με τον Στίβεν Γκράχαμ («Snatch») να κερδίζει τις εντυπώσεις σε ρόλο ανταγωνιστή μαφιόζου. Άξιο αναφοράς και το μικρό -αλλά εξίσου ιστορικό- πέρασμα του Χάρβεϊ Καϊτέλ, ο οποίος επιστρέφει στο δυναμικό του Σκορσέζε για να υποδυθεί τον Άντζελο Μπρούνο, άλλον έναν αρχινονό που χρησιμοποιεί ως μαριονέτα του τον πιστό υπήκοο Σίραν.
Η τελική «λύση» σφραγίζει το πεπρωμένο της μοιραίας φιλίας μεταξύ Σίραν και Χόφα, καταλήγοντας σε ένα ελεγειακού τύπου υπαρξιακό φινάλε. Εκεί ολοκληρώνεται με υποτονική μελαγχολία ο συλλογισμός πάνω στο απαύγασμα ενός βίου πλήρως εναρμονισμένου με τις προτάξεις του οργανωμένου εγκλήματος. Η κάθε πτυχή έχει εξετασθεί μεθοδικά, μέσα από το πρίσμα του μοναδικού αντικειμενικού κριτή: Του φθοροποιού χρόνου, μιας παντοτινά κραταιάς δύναμης που δεν κάνει συμφωνίες, ούτε συγχωρεί. Οι πολιτικές, οι σπέκουλες, τα ιστορικά πρόσωπα, οι μηχανορραφίες, οι φιλόδοξες συνεργασίες και οι υπόγειες συμφωνίες, όλα όσα έχουν χτιστεί κατά τη διάρκεια της ταινίας, ξεθωριάζουν προϊούσης της παρέλευσης του χρόνου, αφήνοντας γυμνό το υπό κατάρρευση οικοδόμημα των τριών βασικών ηρώων. Ο τελικός απολογισμός για τον πρωταγωνιστή λαμβάνει χώρα όταν η σκόνη έχει κατακαθίσει και τα περίστροφα έχουν σιγήσει προ πολλού, καθώς εκείνος ολοκληρώνει μοναχικά τη διαδρομή προς κατώφλι του θανάτου.
Η ταινία παίρνει άμεσα τη θέση της ανάμεσα στις κορυφαίες στιγμές της απλησίαστα συνεπούς φιλμογραφίας του Σκορσέζε, λειτουργώντας ως άτυπος επίλογος ενός τεράστιου κεφαλαίου για την έβδομη τέχνη. Πράγματι, παίζει σαν λογική συνέχεια ταινιών όπως το «Mean Streets», το «Goodfellas» και το «Casino», μόνο που δεν υιοθετεί τους φρενήρεις ρυθμούς και την διαβολεμένη ενέργεια των έργων αυτών. Η σκηνοθεσία είναι μεθοδική, δίνοντας χώρο στις ερμηνείες αλλά και σε μια γαλήνια, βαθυστόχαστη και διαυγή απολογιστική ματιά που βρίσκεται σε ανοικτό διάλογο με όλο το φάσμα του γκανγκστερικού είδους. Το φινάλε έχει διακριτικές παραπομπές μέχρι και στον «Νονό» του Κόπολα: Έχοντας πλέον αποσυρθεί, ο Σίραν αφήνει μισάνοιχτη την πόρτα του δωματίου του, όπως σε προηγούμενη σκηνή είχε πράξει ο Φρανκ Χόφα, σαν να παραδέχεται βουβά τις τύψεις του• το μυαλό μας όμως πάει στον -κατά πολύ νεότερο- Μάικλ Κορλεόνε και το αξέχαστο κλείσιμο του «Νονού II» («Godfather Part II», 1974), όπου ο πρώτος κλείνει ερμητικά πίσω του την πόρτα, «πουλώντας» την ψυχή του στον διάβολο. Είναι αρκετά νέος για να το κάνει. Αντιθέτως εδώ, ο υπέργηρος Σίραν πασχίζει την ύστατη ώρα να αποκαταστήσει τη σχέση του με τον Θεό. Όλα τα πράγματα στη ζωή είναι θέμα οπτικής. Μια οπτική η οποία αλλάζει ανάλογα με τις φάσεις που διανύουμε και το πόσο ευάλωτοι στεκόμαστε μπροστά στην αναπόφευκτη διαπίστωση της θνητότητάς μας.
πηγη : filmplanet
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου