Ύστερα από 13 χρόνια από τον φόνο της κόρης της φίλης και συναδέλφου του (Τζούλια Ρόμπερτς), ο ντετέκτιβ Ρέι (Τσιγουέτελ Ετζιόφορ), πιστεύει πως βρέθηκαν εκ νέου στοιχεία για την υπόθεση. Ζητάει από την παλιά συνεργάτη του (Νικόλ Κίντμαν), με την οποία είναι κρυφά ερωτευμένος, να ανοίξει ξανά την υπόθεση με στόχο αυτή τη φορά να φτάσει μέχρι το τέλος.
Πρόκειται για ριμέικ της γνωστής αργεντινικής ταινίας που κέρδισε το ξενόγλωσσο Όσκαρ το 2010. Δυστυχώς είναι μια ακόμα συνηθισμένη περίπτωση χολιγουντιανού ριμέικ επιτυχημένης ξένης ταινίας, παρότι ιδιαίτερα πρόσφατη. Ο σκηνοθέτης Μπίλι Ρέι κάνει μια ταινία που κατά κύριο λόγο είναι εντελώς αχρείαστη. Προσαρμόζει ορισμένα στοιχεία του αυθεντικού έργου στην αμερικάνικη πραγματικότητα, διατηρεί κάποια άλλα ως έχουν, αλλά σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα είναι πολλές κλάσεις κατώτερο και είναι εμφανές πως τα πράγματα δεν λειτουργούν το ίδιο καλά, όταν οι δυναμικές της νέας ταινίας είναι τόσο περιορισμένες
Η πολιτική πραγματικότητα προσαρμόζεται στη μετατραυματική περίοδο που ακολούθησε την 11η Σεπτεμβρίου, η οποία επιχειρείται χωρίς ουσιαστική επιτυχία να συνδεθεί με την αστυνομική διαφθορά, με την έννοια ότι η αντιτρομοκρατία υπερτερεί πάντα σε προτεραιότητα σε σχέση με τη διαλεύκανση ενός απλού εγκλήματος. Πέρα από τη συνεχή απόρριψη και ταπείνωση που δέχεται ο Ejiofor από τον εισαγγελέα (έναν καθόλου καλά αξιοποιημένο Άλφρεντ Μολίνα), δεν υπάρχει κάποια βαθύτερη διερεύνηση ή κάποιο περαιτέρω πολιτικό υπόβαθρο.
Από το πρωταγωνιστικό τρίο, κανείς δεν παραδίδει κάποια αξιόλογη ή έστω αξιομνημόνευτη ερμηνεία. Η Τζούλια Ρόμπερτς κάνει μία πιο έντονη προσπάθεια, χωρίς να καταφέρνει πολλά. Η υπονόμευση, όμως, προέρχεται και από το σενάριο. Κανείς από τους χαρακτήρες των τριών δεν διαθέτει ουσιαστικό βάθος. Η προσέγγιση παραμένει πάντα χάρτινη και επιδερμική. Αντίστοιχα και η χημεία
μεταξύ τους δεν λειτουργεί αποτελεσματικα.
Η εγγύτητα της φιλίας του αστυνομικού με τη συνάδελφό του μένει σε κάποιους επιφανειακούς διαλόγους, ενώ ο κρυφός έρωτάς του με την αντιεισαγγελέα Κίντμαν υπάρχει μόνο στα χαρτιά, δεν λαμβάνει δραματουργική υπόσταση, ούτε και αξιοποιείται εν τέλει με κάποιον ουσιαστικό τρόπο.
Η σκηνοθεσία είναι απόλυτα συμβατική και ανεπαρκής, ακριβώς στον αντίποδα του
αυθεντικού έργου. Η χρονική απόσταση ανάμεσα στις δύο εποχές (παρόν και 13 χρόνια πριν) δεν καλύπτεται αισθητικά, με αποτέλεσμα ο θεατής να χάνεται ανάμεσα στο τώρα και στο τότε. Οι ηθοποιοί μοιάζουν ίδιοι, σαν να μην έχουν φθαρεί καθόλου από το χρόνο. Η τελική έκβαση-ανατροπή δεν κρύβει καμία έκπληξη, από τη στιγμή που την έχουμε ξαναδεί μόλις έξι χρόνια πριν, αλλά η αποτυχημένη ζύμωση των χαρακτήρων οδηγεί έτσι κι αλλιώς σε μια επιφανειακή και άνευρη απόδοσή της.
Εντέλει, εύκολα θα χαρακτηρίζαμε το αποτέλεσμα τηλεοπτικό. Και ίσως να μην είναι υπερβολή να πούμε ότι ένα επεισόδιο μιας καθιερωμένης αστυνομικής σειράς, χωρίς κανένα μεγάλο όνομα στο καστ του, μπορεί να είναι πιο άρτιο, ώριμο και σκηνοθετικά εύστοχο από αυτό εδώ το κακοφτιαγμένο ριμέικ.
πηγη : cine.gr
Πρόκειται για ριμέικ της γνωστής αργεντινικής ταινίας που κέρδισε το ξενόγλωσσο Όσκαρ το 2010. Δυστυχώς είναι μια ακόμα συνηθισμένη περίπτωση χολιγουντιανού ριμέικ επιτυχημένης ξένης ταινίας, παρότι ιδιαίτερα πρόσφατη. Ο σκηνοθέτης Μπίλι Ρέι κάνει μια ταινία που κατά κύριο λόγο είναι εντελώς αχρείαστη. Προσαρμόζει ορισμένα στοιχεία του αυθεντικού έργου στην αμερικάνικη πραγματικότητα, διατηρεί κάποια άλλα ως έχουν, αλλά σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα είναι πολλές κλάσεις κατώτερο και είναι εμφανές πως τα πράγματα δεν λειτουργούν το ίδιο καλά, όταν οι δυναμικές της νέας ταινίας είναι τόσο περιορισμένες
Η πολιτική πραγματικότητα προσαρμόζεται στη μετατραυματική περίοδο που ακολούθησε την 11η Σεπτεμβρίου, η οποία επιχειρείται χωρίς ουσιαστική επιτυχία να συνδεθεί με την αστυνομική διαφθορά, με την έννοια ότι η αντιτρομοκρατία υπερτερεί πάντα σε προτεραιότητα σε σχέση με τη διαλεύκανση ενός απλού εγκλήματος. Πέρα από τη συνεχή απόρριψη και ταπείνωση που δέχεται ο Ejiofor από τον εισαγγελέα (έναν καθόλου καλά αξιοποιημένο Άλφρεντ Μολίνα), δεν υπάρχει κάποια βαθύτερη διερεύνηση ή κάποιο περαιτέρω πολιτικό υπόβαθρο.
Από το πρωταγωνιστικό τρίο, κανείς δεν παραδίδει κάποια αξιόλογη ή έστω αξιομνημόνευτη ερμηνεία. Η Τζούλια Ρόμπερτς κάνει μία πιο έντονη προσπάθεια, χωρίς να καταφέρνει πολλά. Η υπονόμευση, όμως, προέρχεται και από το σενάριο. Κανείς από τους χαρακτήρες των τριών δεν διαθέτει ουσιαστικό βάθος. Η προσέγγιση παραμένει πάντα χάρτινη και επιδερμική. Αντίστοιχα και η χημεία
μεταξύ τους δεν λειτουργεί αποτελεσματικα.
Η εγγύτητα της φιλίας του αστυνομικού με τη συνάδελφό του μένει σε κάποιους επιφανειακούς διαλόγους, ενώ ο κρυφός έρωτάς του με την αντιεισαγγελέα Κίντμαν υπάρχει μόνο στα χαρτιά, δεν λαμβάνει δραματουργική υπόσταση, ούτε και αξιοποιείται εν τέλει με κάποιον ουσιαστικό τρόπο.
Η σκηνοθεσία είναι απόλυτα συμβατική και ανεπαρκής, ακριβώς στον αντίποδα του
αυθεντικού έργου. Η χρονική απόσταση ανάμεσα στις δύο εποχές (παρόν και 13 χρόνια πριν) δεν καλύπτεται αισθητικά, με αποτέλεσμα ο θεατής να χάνεται ανάμεσα στο τώρα και στο τότε. Οι ηθοποιοί μοιάζουν ίδιοι, σαν να μην έχουν φθαρεί καθόλου από το χρόνο. Η τελική έκβαση-ανατροπή δεν κρύβει καμία έκπληξη, από τη στιγμή που την έχουμε ξαναδεί μόλις έξι χρόνια πριν, αλλά η αποτυχημένη ζύμωση των χαρακτήρων οδηγεί έτσι κι αλλιώς σε μια επιφανειακή και άνευρη απόδοσή της.
Εντέλει, εύκολα θα χαρακτηρίζαμε το αποτέλεσμα τηλεοπτικό. Και ίσως να μην είναι υπερβολή να πούμε ότι ένα επεισόδιο μιας καθιερωμένης αστυνομικής σειράς, χωρίς κανένα μεγάλο όνομα στο καστ του, μπορεί να είναι πιο άρτιο, ώριμο και σκηνοθετικά εύστοχο από αυτό εδώ το κακοφτιαγμένο ριμέικ.
πηγη : cine.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου