Λαμόγια στο χακί - Τα απίστευτα σκάνδαλα της χούντας..

Απόρροια του αναπόφευκτου θυμού, αναμεμειγμένου όμως με άγνοια και σκοπιμότητα, η πολιτική αυτή «μόδα» παράγει τη θεωρία ότι κατά την επταετή δικτατορία τέθηκε σε γύψο και η διαφθορά. Οτι η χούντα φρουρούσε, σαν κέρβερος, το δημόσιο χρήμα...
Οι ίδιοι οι συνταγματάρχες δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ότι στον 21ο αιώνα έμελλε να μνημονεύονται με επαίνους. «Εκείνοι τουλάχιστον δεν έκλεψαν», «δεν έκαναν περιουσίες», «ε, ρε Παπαδόπουλο που χρειάζονται τα σημερινά λαμόγια».
Από το 2010 και εντεύθεν, οι έπαινοι επεκτάθηκαν και στα της οικονομίας: «Επί χούντας ο κόσμος έτρωγε ψωμάκι», «εάν δεν μιλούσες ζούσες καλά», «τότε δεν υπήρχε οικονομική κρίση στην Ελλάδα, όπως σήμερα».
Λες και γνώρισε η μεταπολεμική Ευρώπη γενική κρίση ανάλογη της σημερινής, μέχρι το 1973.
Θα ασχοληθούμε με τον πρώτο μύθο, αυτόν που σχετίζεται με τη διαφθορά. Για το δεύτερο επιφυλασσόμαστε, όλο και κάποια επέτειος θα μας δώσει αφορμή...
Εν αρχή μία παρατήρηση
Οι ισχυρισμοί περί «λιτού» βίου των δικτατόρων και περί «αδιάφθορης» χούντας βασίζονται αποκλειστικά και μόνο στην εικόνα παρακμής που εξέπεμπαν αυτοί οι άνθρωποι έπειτα από την αποκαθήλωσή τους. Δεν είναι αυτό επιτομή των εννοιών «αφέλεια» ή «υποκρισία» - κατά περίπτωση;
Παρατήρηση δεύτερη
Οντως, «τα λαμόγια χρειάζονται έναν Παπαδόπουλο», τουλάχιστον τα εκκολαπτόμενα. Χρειάζονται για να πάρουν μαθήματα ταχύτητας, τόσο στη λήψη αποφάσεων, όσο και στη σύναψη καλών «κοινωνικών σχέσεων».
Προτού καλά-καλά προλάβουν να ζεστάνουν τις καρέκλες των πολιτικών αξιωμάτων που κατέλαβαν, οι συνταγματάρχες νομοθέτησαν την αύξηση των αποδοχών τους.
Σχεδόν διπλασίασαν τον πρωθυπουργικό μισθό: από τις 23.600 τον ανέβασαν στις 45.000 δρχ, προς μεγάλη χαρά του πρώτου χουντικού πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Κόλλια.
Ο ίδιος ο Γιώργος Παπαδόπουλος ανέλαβε πρωθυπουργικά καθήκοντα αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1967.
Με την ίδια ρύθμιση αυξήθηκαν οι αποδοχές των υπουργών και υφυπουργών, από τις 22.400 στις 35.000 δραχμές.
Θεσπίστηκαν επίσης και ημερήσια «εκτός έδρας» - χίλιες δραχμές για τον πρωθυπουργό και 850 για υπουργούς και υφυπουργούς.

Ομολογίες δια στόματος Σάββα Κωσταντόπουλου
Είναι γνωστό ότι ο Παπαδόπουλος είχε στη διάθεσή του βίλα στο Λαγονήσι, στην οποία διέμενε αντί αστείου ενοικίου. Η βίλα ανήκε στον Αριστοτέλη Ωνάση.
«Σύμπτωση»: Ο Παπαδόπουλος στήριζε τον Ωνάση στη διαμάχη που είχε με άλλους «Κροίσους» της εποχής, με «μήλο της έριδος» το περιβόητο τρίτο διυλιστήριο της χώρας.
Επειδή όμως σε θέματα διαπλοκής είναι αναγκαίος κάποιος πλουραλισμός, το άλλο «πρωτοπαλίκαρο» του καθεστώτος, ο Νίκος Μακαρέζος, τάχθηκε στο πλευρό του Νιάρχου.
Τσάμπα οι -ενίοτε άγριες- διαμάχες που μαίνονταν επί χρόνια για το θέμα αυτό στο εσωτερικό της «αδιάφθορης» χούντας.
Τελικά, το 1972 ο Ωνάσης αποσύρθηκε και το τρίτο διυλιστήριο ανέλαβαν οι Ανδρεάδης-Λάτσης. Ενα ακόμη δόθηκε στον Βαρδινογιάννη.
Προτού «μιλήσουν» τα αποδεδειγμένα στοιχεία, ας δοθεί ο λόγος στον ίδιο τον προπαγανδιστικό στυλοβάτη της χούντας: Τον εκδότη της εφημερίδας «Ελεύθερος Κόσμος», Σάββα Κωσταντόπουλο.
Η δικτατορία είχε συμπληρώσει μισό έτος ζωής, όταν ο Κωσταντόπουλος γνωστοποίησε με επιστολή στον Κωνσταντίνο Καραμανλή ορισμένες διαπιστώσεις του:
«Λυπούμαι, διότι είμαι υποχρεωμένος να μνημονεύσω και ένα άλλο εκτάκτως λυπηρόν φαινόμενον. Ενεφανίσθη και αναπτύσσεται μία νέο-φαυλοκρατία. Ατομικά ρουσφέτια, προσωπικαί εξυπηρετήσεις, τακτοποιήσεις συγγενών, ατομική προβολή και ούτω κάθε εξής)» («Αρχείο Καραμανλή», τ.7ος).
Τα ίδια και χειρότερα τόνιζε στον Κωνσταντίνο Καραμανλή ο ακραιφνής χουντικός Κωσταντόπουλος, τον Δεκέμβριο του '73. Αναφερόταν στην περίοδο Παπαδόπουλου, τον οποίο είχε ήδη ανατρέψει (25 Νοεμβρίου '73) ο λεγόμενος «αόρατος δικτάτορας», Δημήτρης Ιωαννίδης.
Τόνιζε λοιπόν: «Εδημιουργήθη μία αποπνικτική ατμόσφαιρα σκανδάλων, δια την οποίαν δεν δυνάμεθα ακόμη να γνωρίζωμεν μέχρι ποίου σημείου ανταπεκρίνετο εις την πραγματικότητα. Πάντως, αντιστοιχία υπήρχε οπωσδήποτε» («Αρχείο Καραμανλή», τ.7ος).
Η αλήθεια είναι ότι για πολλά από αυτά τα σκάνδαλα δυνάμεθα μια χαρά να «γνωρίζωμεν» λεπτομέρειες, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ας προτάξουμε όμως τα πιο «light» κρούσματα, προτού παραδοθούμε στον ίλιγγο τον οποίο «εγγυώνται» τα οικονομικά μεγέθη ορισμένων ιστορικών ξαφρισμάτων.
«Ατομικά ρουσφέτια, προσωπικαί εξυπηρετήσεις, τακτοποιήσεις συγγενών». Πολλά μπορεί να εννοούσε ο Κωσταντόπουλος, αλλά ας περιοριστούμε στην οικογενειοκρατία, όπως την τίμησε η κορυφαία «τριανδρία» της χούντας: Παπαδόπουλος, ΠαττακόςΜακαρέζος.

alt

Ο βολέψας, του βολέψαντος - Αδέλφια, γαμπροί, κουνιάδοι
Ο αρχηγός Παπαδόπουλος έκανε τον έναν αδελφό του, τον Κωνσταντίνο, στρατιωτικό ακόλουθο, γενικό γραμματέα του υπουργείου Προεδρίας, Περιφερειακό Διοικητή Αττικής και «υπουργό παρά τω πρωθυπουργώ».
Ο άλλος αδελφός, ο Χαράλαμπος, προφανώς ανεχόταν λιγότερες σκοτούρες. Αρκέστηκε στη Γενική Γραμματεία του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, στην οποία αναρριχήθηκε σε χρόνο ρεκόρ.
Τέτοια άλματα στην υπαλληλική ιεραρχία θα τα ζήλευε και ο φημισμένος αθλητής του επί κοντώ, ο Χρήστος Παπανικολάου, o οποίος ειρήσθω εν παρόδω, το 1967 κέρδισε χρυσό μετάλλιο στους Μεσογειακούς Αγώνες στην Τύνιδα.
Τον Στέλιο Παττακό πάλι, τον ενθουσίαζαν οι κατασκευές, όπως δείχνει και η ψύχωσή του με το μυστρί.
Αποφάσισε λοιπόν να αναθέσει στο γαμπρό του, τον Αντρέα Μεϊντάση, διάφορες επικερδείς δουλειές με τον Δήμο Αθηναίων: Κατασκευή υπόγειου γκαράζ στην πλατεία Κλαυθμώνος, τεχνικές μελέτες κ.λπ. Πρακτικά πράγματα, πολλά χρήματα.
Ο Μακαρέζος διόρισε τον κουνιάδο του Αλέξανδρο Ματθαίου, υπουργό Γεωργίας και αργότερα Βόρειας Ελλάδας. «Αι βέβαιοι μικρολοβιτούραι του Ματθαίου» συμπεριλαμβάνονταν στα πολλά συμπτώματα διαφθοράς του καθεστώτος, που διέγνωσε και κοινοποίησε με επιστολή του στον Κωνσταντίνο Καραμανλή ο γνωστός «γεφυροποιός» Ευάγγελος Αβέρωφ (Οκτώβριος 1968).
Κατά τα φαινόμενα, όμως, ο Ματθαίου ήταν περιστεράκι εν συγκρίσει προς δυο άλλους «εθνοσωτήρες». Τον Ιωάννη Λαδά και τον Μιχάλη Ρουφογάλη.
Ο Λαδάς απέκτησε το σκωπτικό προσωνύμιο «κύριος καθαρά χέρια», χάρη στη ροπή του προς τα θαλασσοδάνεια. Ο Ρουφογάλης, αρχηγός της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, έγινε διάσημος για δύο βασικές του συνήθειες:
Η πρώτη: Με τη γυναίκα του Ντέλλα, φωτομοντέλο που νυμφεύθηκε το '73, επιδόθηκαν σε «θορυβώδεις δεξιώσεις, δημοσίας εμφανίσεις με μεγαλοπλουσίους, επίδειξιν πλούτου» (εκφράσεις του Σάββα Κωσταντόπουλου).
Η άλλη συνήθεια: Η εξασφάλιση δανειοδοτήσεων σε «ημετέρους», φυσικά με επιβάρυνση των κρατικών τραπεζών.
Στην πρώιμη μεταπολιτευτική περίοδο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1974, το περιοδικό «Ταχυδρόμος» αποκάλυψε δυο σχετικά έγγραφα του Ρουφογάλη. Μια κατηγορία δανείων αναφερόταν ως «χαριστικά και επισφαλή».
Στα «χορηγηθέντα» δάνεια καταγραφόταν ποσό άνω του 1,5 δισεκατομμυρίου και στα «υπό έγκρισιν» άνω του 1,6 δισεκατομμυρίου δραχμών.

Προτού καν κλείσουν ένα μήνα στην εξουσία
Ας δούμε όμως με κάποια χρονική σειρά, μερικά από τα χουντικά κατορθώματα. Προτάσσουμε επτά κινήσεις τους: Ολες, σκέτα ορόσημα!

Πρώτο «ορόσημο»
Σαν έτοιμοι από καιρό, οι «εθνοσωτήρες» υπέγραψαν την πρώτη τους τερατώδη σύμβαση, προτού καν συμπληρωθεί μήνας από το πραξικόπημα. Την Δευτέρα 15 Μαΐου 1967 ανέθεσαν στην αμερικανική εταιρεία Litton το ακαθόριστο έργο της παροχής «υπηρεσιών οργανώσεως και διεκπεραιώσεως της οικονομικής αναπτύξεως», κάπου στην Κρήτη και τη Δυτική Πελοπόννησο.
Υποτίθεται ότι η εταιρεία θα φρόντιζε να γίνουν επενδύσεις ύψους 840 εκατομμυρίων δολαρίων για 12 χρόνια.
Το ελληνικό δημόσιο της έδωσε ως προκαταβολή 1,2 εκατομμύρια δολάρια και ανέλαβε τις εξής υποχρεώσεις: Να καλύψει όσα έξοδα θα έκανε η Litton για να «αναπτυξιακό της έργο», συν 11% ως ποσοστό κέρδους, αλλά να εξασφαλίσει και προμήθεια 2% επί της αξίας κάθε επένδυσης, από αυτές που θα «έφερνε» η εταιρεία.
Ιδια περίπου ρύθμιση για τη Litton είχε προωθήσει στη Βουλή το 1966 μια από τις «κυβερνήσεις των αποστατών», εκείνη του Στεφανόπουλου. Οι αντιδράσεις των άλλων πολιτικών δυνάμεων όμως ακύρωσαν το εγχείρημα, τον Σεπτέμβριο του έτους εκείνου. Για την ακρίβεια, το ανέβαλαν για οκτώ μήνες.
Τι έκανε στην ουσία η Litton, αξιοποιώντας την προσφορά της χούντας προς αυτήν; Δεν προσέλκυε επενδυτές, δήλωνε όμως έξοδα και πληρωνόταν από το ελληνικό κράτος. Εμπράκτως η ίδια η χούντα αναγνώρισε το φιάσκο της ανάθεσης, τερματίζοντας την ισχύ της σύμβασης την Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 1969 (ΦΕΚ 1969/Α/268). Ομως, όλα κι όλα, η Litton πήρε και το επιπρόσθετο 11% επί των δηλωθέντων εξόδων της.
Η επίσημη εξήγηση του καθεστώτος για λύση της σύμβασης;
«Αι ελληνικαί υπηρεσίαι είναι εις θέσιν να συνεχίσουν άνευ ειδικής βοηθείας τας προσπαθείας δια την ανάπτυξιν». Αυτό που η χούντα ομολόγησε εμπράκτως, νωρίτερα το είχε δηλώσει ευθαρσώς στο περιοδικό «Ramparts» ο Ρόμπερτ Αλαν, υπεύθυνος του γραφείου της εταιρείας στην Αθήνα: «Τα κέρδη μας είναι ασφαλώς μεγάλα, διότι ουσιαστικά δεν κάνουμε εμείς επενδύσεις».
Ο Αλαν είχε κάθε λόγο να συμπαθεί το δικτατορικό καθεστώς και ουδέποτε έκρυψε αυτή του την αγάπη. Οταν κάποτε κλήθηκε να σχολιάσει τα βασανιστήρια και τις διώξεις σε βάρος των αντιφρονούντων, είπε: «Οι περισσότεροι εξόριστοι και φυλακισμένοι ζουν σε νησιά, όπως είναι η Καταλίνα (σ.σ. θέρετρο στην Καλιφόρνια). Είναι ελεύθεροι να πηγαίνουν και να έρχονται. Αναπνέουν καθαρό αέρα, βρίσκονται κάθε μέρα σε ωραίο ηλιόλουστο περιβάλλον και απλώς δεν έχουν επικοινωνία με τον έξω κόσμο».

alt

Αυτό δεν ήταν «Τάμα», ήταν θάμα...
Δεύτερο «ορόσημο»
Το Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 1968, ο Παπαδόπουλος ανακοίνωσε ότι κατέφθασε η ώρα να εκπληρώσει η «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» μια υπόσχεση, την οποία είχε δώσει προς τον Θεό η Δ' Εθνοσυνέλευση που πραγματοποιήθηκε στο Άργος το 1829: Την ανέγερση ενός μεγαλοπρεπούς ναού του Σωτήρος. Ως τόπος ορίστηκαν τα Τουρκοβούνια.
Το «Τάμα», όπως καθιερώθηκε να λέγεται, αντιπροσώπευε στο έπακρο τη μεγαλομανία του καθεστώτος. «Θα αποτελέσει, μετά την οικοδόμησίν του, το τρίτο αρχιτεκτονικό οικοδόμημα των Αθηνών, μετά τον κλασσικό Παρθενώνα και τον Βυζαντινό Λυκαβηττό», έγραφε η «Ηχώ των Ενόπλων Δυνάμεων» τον Ιούνιο του 1973. Μέχρι τότε, δεν είχαν γίνει καν τα οριστικά σχέδια του έργου. Κι ούτε θα γίνονταν ποτέ.
Τι ακριβώς συνέβαινε με το «Τάμα»; Γιατί δεν χτιζόταν τίποτα επί χρόνια;
Από τη δύση του '68 η χουντική προπαγάνδα είχε αρχίσει να διαφημίζει περιπτώσεις ανθρώπων, οι οποίοι κατέθεταν για αυτόν τον «ιερό σκοπό» τον οβολό τους. Τον Μάιο του '69 συγκροτήθηκε και μία «Ανώτατη Επιτροπή», με πρόεδρο τον πρωθυπουργό Παπαδόπουλο και μέλη τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και πέντε υπουργούς. Ανάμεσά τους, ο Παττακός (Εσωτερικών) και ο Μακαρέζος (Συντονισμού).
Εν ολίγοις, ολόκληρη η κορυφαία χουντική «τριανδρία» επέβλεπε τα του έργου, έχοντας την αρωγή, πέραν των άλλων υπουργών, κι ενός «Γνωμοδοτικού Συμβουλίου», που το απάρτιζαν πρυτάνεις, ακαδημαϊκοί, ο δήμαρχος Δημ. Ρίτσος και άλλοι παράγοντες. Από τον Ιούνιο του '69 επέβλεπαν και το «Ειδικό Ταμείο», που συστάθηκε τότε για την οικονομική διαχείριση του έργου.
Μυστήριο κάλυπτε τα του «Τάματος», μέχρι τον Ιανουάριο του '74. Τότε δημοσιεύθηκε ο απολογισμός του «Ειδικού Ταμείου». Αυτό δεν ήταν «Τάμα», ήταν θάμα. Στο «Ταμείο» είχαν εισρεύσει 453,3 εκατομμύρια δραχμές, εκ των οποίων είχαν εξαφανιστεί τα 406 εκατομμύρια. Ολα αυτά δαπανήθηκαν -υποτίθεται- για απαλλοτριώσεις, «προπαρασκευαστικά έργα», «μελέτες», εργασίες «διοικήσεως και λειτουργίας».
Από τη συνολική «αποταμίευση» των 453,3 εκατομμυρίων, τα 230 ήταν δάνεια. Τα 180 προήλθαν από εισφορές και δωρεές, τμήμα των οποίων κάλυψαν φορείς του Δημοσίου, π.χ. η Αγροτική Τράπεζα έδωσε 10 εκατομμύρια. Τα υπόλοιπα 43,3 εκατομμύρια, ήταν «επιχορήγηση» από τον τακτικό προϋπολογισμό.
Την αχαλίνωτη διασπάθιση δημοσίου χρήματος την υπογραμμίζει ένα ακόμη στοιχείο: Στην τριετία 1970-73 έγιναν τρεις διαγωνισμοί για «προσχέδια» του «Τάματος». Απέτυχαν παταγωδώς και κηρύχθηκαν άγονοι. Ελάχιστοι αρχιτέκτονες ενδιαφέρθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, μολονότι τα αντίστοιχα χρηματικά βραβεία ήταν άκρως χορταστικά.
Συνολικά, στην τριετία υποβλήθηκαν 73 προτάσεις, καμία όμως δεν κρίθηκε ικανοποιητική. Κι όμως, μοιράστηκε μαζί με τους επαίνους για τις σχετικές προσπάθειες, το ποσό των 3.650.000 δρχ. Ποσό που υπερέβαινε 900 φορές το μέσο μισθό ενός εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα.

Η μεγάλη ευεργεσία προς τον κύριο ΜακΝτόναλντ
Ήταν αδύνατον φυσικά να υπολογιστεί πόσοι αστέρες του καθεστώτος έλαβαν μέρος με τους ευνοούμενούς τους σε αυτό το τρομακτικών διαστάσεων φαγοπότι. Την «επίβλεψη» πάντως την είχε, όπως προείπαμε, σύσσωμη η αφρόκρεμα του καθεστώτος. Εάν υποτεθεί ότι το «Τάμα» κλήθηκε να άρει μια εκκρεμότητα 139 ετών (1829-1968), τότε το ποσό που εξαφάνισαν τα αρπαχτικά της χούντας αντιστοιχεί σχεδόν σε τρία εκατομμύρια δρχ για κάθε χαμένο χρόνο. Καθόλου άσχημα...
Κάποιοι ενδεχομένως διερωτώνται πώς «βγήκαν στη φόρα» τα οικονομικά στοιχεία του «Τάματος», προτού καταρρεύσει η χούντα. Η απάντηση είναι απλή: Είχε ήδη αποκαθηλωθεί -προ δυο μηνών- ο Παπαδόπουλος κι ο Ιωαννίδης δεν είχε κανένα λόγο να κρύβει τη «φαυλοκρατία» των «άλλων».

Τρίτο «ορόσημο»
Το 1969 φαίνεται ότι οι μίζες της Litton είχαν ξεκοκαλιστεί. Ηταν λοιπόν ώρα για μία ακόμη μεγάλη, αποικιοκρατική σύμβαση, απ' αυτές που όταν υπογράφονται τρία τινά μπορεί να «μαρτυρούν» για τους διαχειριστές δημόσιου χρήματος: Εάν δεν είναι ηλίθιοι, εάν δεν νιώθουν για κάποιο λόγο εξαναγκασμένοι, τότε σίγουρα κάτι άλλο περιμένουν. Οι δύο τελευταίες εκδοχές φυσικά μπορούν να συνυπάρξουν.
Ο Μακαρέζος υπέγραψε με τον εργολάβο Ρόμπερτ Μακντόναλντ από τις ΗΠΑ, σύμβαση για την κατασκευή της Εγνατίας Οδού (ΦΕΚ 1969/Α/15). Ποια ήταν η κατάληξη;
Ο Αμερικανός πήρε τα μπογαλάκια του κι έφυγε, ενώ το Δημόσιο είχε επιβαρυνθεί σε βαθμό απίστευτο.
Μοιραίο ήταν να συμβεί αυτό.
Το έργο υπολογίστηκε στα 150 εκατομμύρια δολάρια, εκ των οποίων σχεδόν το 1/3 θα το κάλυπτε το ελληνικό κράτος.
Οι χακί φύλαρχοι όμως δεν χαλιναγώγησαν τη γαλαντομία τους. Εγγυήθηκαν τα δάνεια του Μακντόναλντ, τον «διευκόλυναν» με αμέτρητα ομόλογα, του έδωσαν 4,5 εκατομμύρια δολάρια ως προκαταβολή και όρισαν την αμοιβή του επί των εξόδων, συνυπολογίζοντας σε αυτά τη χρηματοδότηση του Δημοσίου.
Το φοβερό ήταν ότι θα διεκπεραίωναν το έργο γηγενείς υπερεργολάβοι - ο Αμερικανός απλώς θα μεριμνούσε για μελέτες και δάνεια.
Εάν ο Μακντόλαντ διαπίστωνε ότι δεν επαρκούσαν τα 150 εκατομμύρια δολάρια, είχε δυο επιλογές: Να ψάξει για περισσότερα ή «να θεωρηθή εκτελέσας την σύμβασιν άμα τη συμπληρώσει της κατασκευής τμήματος της οδού, ούτινος η αξία ανέρχεται εις 150 εκατομμύρια δολάρια».
Ο Μακντόναλντ δεν εξασφάλισε καμία χρηματοδότηση, ίσως να μην είχε και λόγους να το κάνει. Αποχαιρέτησε λέγοντας ίσως νοερά κάποιο «thanks folks» για τα 4,8 εκατομμύρια δολάρια συν τα 33,4 εκατομμύρια σε ομόλογα ελληνικού δημοσίου που πρόλαβε να τσεπώσει.

alt

«Στεγαστική αποκατάστασις» και θεσμοθέτηση ατιμωρησίας

Τέταρτο «ορόσημο»
Το 1970 οι δικτάτορες θεσμοθέτησαν τη στεγαστική αποκατάσταση «αξιωματικών διαδραματισάντων εξέχοντα ρόλον» στο πραξικόπημα. Διότι, καλοί οι μισθοί, καλά τα αξιώματα και τα ρουσφέτια, αλλά αν δεν είχες ένα εγγυημένο, καλό κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου, κινδύνευες.

Πέμπτο «ορόσημο»
Περίοδος εορτών ήταν, οι «εθνοσωτήρες» αποφάσισαν ίσως ενόψει Πρωτοχρονιάς, να κάνουν άλλο ένα καλό δώρο στον εαυτό τους. Καλό και ωφέλιμο στο διηνεκές, έτσι τουλάχιστον ήλπιζαν. Την Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 1970, νομοθέτησαν τα «περί ευθύνης υπουργών». Μεταβατική διάταξη (παρ. 48) του ΝΔ 802 όριζε ότι δεν μπορούσε να ασκηθεί δίωξη εναντίον υπουργού ή υφυπουργού της δικτατορίας, παρά μόνο εάν το αποφάσιζαν οι συνάδελφοί του.
Για να έχουν απολύτως ήσυχο το κεφάλι τους, οι συνταγματάρχες συμπεριέλαβαν κάτι ακόμη στη ρύθμιση: «Παρέγραψαν» όλα τα εγκλήματα, «δια τα οποία δεν ησκήθη ποινική δίωξις μέχρι της ημέρας συγκλήσεως» κάποιας Βουλής, μελλοντικής.
Εάν επιτύγχανε το κατοπινό εγχείρημα της λεγόμενης «φιλελευθεροποίησης», με τον Μαρκεζίνη και τις ελεγχόμενες εκλογές, κατά πάσα βεβαιότητα θα επιβίωνε αυτή η ασυλία που πρόσφεραν στην αφεντιά τους οι συνταγματάρχες. Δυστυχώς για αυτούς, έπειτα από την εξέγερση του Πολυτεχνείου κατέστη ανέφικτη η «μετάσταση» τέτοιων χουντικών θεσμών στο κοινοβουλευτικό τοπίο.

Εκτο «ορόσημο»
Ηταν Μάιος του 1972, όταν η χούντα απάλλαξε τον ελληνοαμερικανό επιχειρηματία Τομ Πάππας από τις αντισταθμιστικές υποχρεώσεις, για έξι αγροτοβιομηχανικές μονάδες σε διάφορες περιοχές της χώρας (ΦΕΚ 1972/Α/72).
Αυτό ήταν το δεύτερο χατίρι των συνταγματαρχών προς τον Πάππας. Το πρώτο, πιθανότατα και το μεγαλύτερο, είχε γίνει τέσσερα χρόνια νωρίτερα (ΦΕΚ 1968/Α/201). Ηταν το «πράσινο φως» για τα εργοστάσια εμφιάλωσης της Coca-Cola, το οποίο είχαν αρνηθεί να «ανάψουν» οι προδικτατορικές κυβερνήσεις, θεωρώντας το συγκεκριμένο σχέδιο του επιχειρηματία άκρως ανταγωνιστικό προς την εγχώριο παραγωγή αναψυκτικών.
Ο Πάππας είχε απασχολήσει και για άλλον λόγο, εντονότατα, το ελληνικό πολιτικό σύστημα πριν από το πραξικόπημα: Η Ενωση Κέντρου και η ΕΔΑ είχαν καταγγείλει ως προνομιακούς μέχρι αηδίας τους όρους της επένδυσης που είχε κάνει στη Θεσσαλονίκη, με το διυλιστήριο της ESSO, το '62.
Το φθινόπωρο του '64, μάλιστα, η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου επέβαλλε στον Πάππας τροποποίηση της συγκεκριμένης σύμβασης.

Χρηματοδότησαν και την εκστρατεία του Νίξον
Ο Τομ Πάππας ήταν διαπρύσιος υποστηρικτής της χούντας. Τόσο γρήγορα συντελέστηκε η μεταξύ τους οικονομική-πολιτική διαπλοκή, ώστε το 1967 στην κυβέρνηση Κόλλια, διορίστηκε υπουργός Δημόσιας Τάξης ένας προσωπάρχης του επιχειρηματία, ο Παύλος Τοτόμης.
Στη συνέχεια ο Τοτόμης ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της ΕΤΒΑ.
Ο Τομ Πάππας ήταν παράλληλα υποστηρικτής και βασικός χρηματοδότης της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον για τις αμερικανικές εκλογές του 1968.
«Παράλληλα»; Οχι ακριβώς. Κατά τα φαινόμενα ο Πάππας βρήκε τρόπο να ενώσει τις δυο μεγάλες συμπάθειές του, την ελληνική χούντα και το Νίξον: με δεσμούς χρήματος. Κάτι πολύ ενδιαφέρον κατέθεσε στο αμερικανικό Κογκρέσο ο Ελληνας δημοσιογράφος Ηλίας Δημητρακόπουλος που ζούσε στην Ουάσινγκτον: Οτι η χούντα ενίσχυσε το ταμείο της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον με 549.000 δολάρια. Μετρητά.
Τα χρήματα αυτά τα είχε διοχετεύσει η CIA στην ΚΥΠ, με σκοπό να «αναβαθμιστεί» η δράση της ελληνικής Υπηρεσίας, να γίνει πιο αποτελεσματικό το αντικομουνιστικό της έργο κ.λπ.
Στη συνέχεια, κατ' εντολή Παπαδόπουλου και με μοχλό τον Ρουφογάλη, γινόταν η «ανακύκλωση» και τα χρήματα όδευαν προς το Νίξον.

Εβδομο «ορόσημο»
Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 1972. Ο Παττακός έδωσε εντολή να «διατεθούν το ταχύτερον εις την κατανάλωσιν» τα κρέατα. Ποιά κρέατα; Της Αργεντινής.
Αυτά που «μαύριζαν», αυτά που θα «ξέμεναν». Τα γνωστά και ως «κρέατα Μπαλόπουλου».
Μαζί με το «Τάμα», ίσως το πιο εμβληματικό σκάνδαλο της χούντας.
Ο Μιχάλης Μπαλόπουλος ήταν υφυπουργός Εμπορίου. Αυτός και ο γενικός διευθυντής του υπουργείου, ο Ζαφείρης Παπαμιχαλόπουλος, κάθισαν στο εδώλιο για το σκάνδαλο των κρεάτων. Σκάνδαλο πολυεπίπεδο, με πλουσιότατο κατηγορητήριο.
Η σοβαρότερη κατηγορία σε βάρος των δύο, ήταν ότι χρηματίζονταν «κατά συρροήν» από μεγαλέμπορους της Ροδεσίας, που επεδίωκαν να αποκτήσουν μονοπωλιακά προνόμια στην εισαγωγή κρέατος.
Αποτέλεσμα της συγκέντρωσης αδειών εισαγωγής σε χέρια λίγων, ήταν οι ανατιμήσεις στις τιμές του κρέατος. Ισως ακόμη οι ευνοημένοι έμποροι, να ήθελαν έτσι να καλύπτουν και τα έξοδα των δωροδοκιών.
Απαγορεύτηκε επίσης για κάποιο διάστημα η διάθεση ντόπιου κρέατος, ώστε να προωθηθούν στην αγορά τα προβληματικά, εκείνα της Αργεντινής.
Η προαναφερθείσα εντολή του Παττακού ήταν γραπτή και αναγνώστηκε στο δικαστήριο.

alt

Ο Μπαλόπουλος έγινε σλόγκαν και στα γήπεδα
Ο Μπαλόπουλος καταδικάστηκε τον Ιούνιο του '74 σε ποινή φυλάκισης 3,5 ετών, η οποία μειώθηκε σε 14 μήνες το 1976. Το σκάνδαλο των κρεάτων ήταν το μοναδικό που «έστειλε» στο εδώλιο αξιωματούχους της χούντας, προτού καταρρεύσει η χούντα. Η εξήγηση είναι η ίδια με εκείνη, για τη δημοσιοποίηση των ατασθαλιών του «Τάματος»: Ο Ιωαννίδης επιθυμούσε να καταδείξει ότι ήταν αναγκαία, από ηθικής πλευράς, η ανατροπή του Παπαδόπουλου.
Κάπως έτσι έμεινε στην Ιστορία το όνομα του Μπαλόπουλουτον οποίον περιέβαλαν επίσης επίμονες φήμες για ατασθαλίες στον ΕΟΤόταν ήταν γραμματέας του Οργανισμού.
Το σκάνδαλο των κρεάτων ενέπνευσε και τους φιλάθλους. Εάν κάποιος ποδοσφαιριστής δεν απέδιδε καλά, η κερκίδα τον αποκαλούσε με ευκολία «βόδι Αργεντινής» ή «κρέας του Μπαλόπουλου».
Μέσα σε αυτή τη θύελλα των σκανδάλων, φάνταζαν «παρωνυχίδες» ήσσονος σημασίας οι απ' ευθείας αναθέσεις (χωρίς διαγωνισμούς) έργων σε διάφορες εταιρείες.
Οσο για τη «λιτή» ζωή που έκαναν οι συνταγματάρχες και οι δικοί τους άνθρωποι, θα άξιζε τον κόπο να διαβάσει κανείς τις εξιστορήσεις της Ντέλλας Ρουφογάλη, τόσο για τη δική της ντόλτσε βίτα, όσο και για τη χλιδή της διαμονής της ίδιας και της Δέσποινας Παπαδοπούλου στο Παρίσι, όταν κάποια στιγμή το επισκέφθηκαν οι δύο τους.
Για τη συνηθισμένη εν Ελλάδι ζωή τηςη Ντέλλα Ρουφογάλη έχει πει:
«Αρχίζω να ράβω την καινούρια μου γκαρνταρόμπα στους μετρ της ραπτικής για τους οποίους μέχρι τώρα έκανα επιδείξεις. Η ζωή μου έχει αλλάξει τελείως, το ίδιο και η συμπεριφορά όλων απέναντί μου. Μου φέρονται με έκδηλο σεβασμό και τα κομπλιμέντα τους είναι υπερβολικά. Αλλά μου αρέσει. Εγώ εξακολουθώ να φέρομαι φιλικά προς τους παλιούς γνωστούς και τους καινούριους, πλούσιους φιλοχουντικούς επιχειρηματίες που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα μαζί με τα ραβασάκια για ρουσφέτια. Αισθάνομαι ότι έχω υποχρέωση να εξυπηρετήσω τους πάντες. Ο Μιχάλης συνήθως δεν αρνείται. Γεύομαι τη δύναμη της εξουσίας και με μαγεύει» (Λεωνίδας Παπάγος, «Σημειώσεις 1967-1977»).

«Χαβιάρι Περσίας και παγωμένα καβούρια Αλάσκας»
Υπήρχαν όμως και τα έκτακτα περιστατικά, όπως οι αρραβώνες της με τον Ρουφογάλη. «Την επόμενη εβδομάδα καινούρια δώρα, καινούριες ανθοδέσμες, φρέσκα ψάρια απ' όλα τα νησιά της Ελλάδας, κούτες με το καλύτερο χαβιάρι της Περσίας και παγωμένα καβούρια της Αλάσκας καταφθάνουν στο σπίτι. Δεν ξέρω τι να τα κάνω».
Για την Ιστορία
Τους αρραβώνες του ζεύγους τίμησαν προβεβλημένοι επιχειρηματίες, όπως οι Λάτσης και Κιοσέογλου. Στο γάμο τους; Το αδιαχώρητο. Θυμάται η Ντέλλα: «Ο Παύλος Βαρδινογιάννης, ο εφοπλιστής Θεοδωρακόπουλος με το γιο του τον Τάκη, ο Κώστας Δρακόπουλος των διυλιστηρίων, ο Νίκος Ταβουλάρης των ναυπηγείων, το ζεύγος Μποδοσάκη, ο Άγγελος Κανελλόπουλος των τσιμέντων Τιτάν με τη γυναίκα του, ο Τομ Πάππας, ο Γ. Λύρας, ο Γιώργος Ταβλάριος, εφοπλιστής από τη Νέα Υόρκη με τη γυναίκα του και ο Γιάννης Λάτσης με τη μεγάλη του κόρη, αφού η γυναίκα του την ίδια ημέρα πάντρευε την ανιψιά της σε άλλη εκκλησία».
Αυτή ήταν λοιπόν η αδιάφθορη δικτατορία! Αναμφιβόλως, η χούντα μετέφερε πολύ μακριά τη σκυτάλη της διαφθοράς, την οποία για να είμαστε ακριβείς, παρέλαβε από τα προγενέστερα χρόνια.
Υπενθυμίσεις επιγραμματικές
Σκάνδαλο «Siemens» που προκάλεσε και τη ρήξη στις σχέσεις του Παπάγου με τον Μαρκεζίνη, το 1954. Άφθονα κλέη της οκταετίας (1955-63) Καραμανλή, από τα «βραχώδη οικόπεδα της Φιλοθέης» και τα φουσκωμένα κέρδη εργολάβων, μέχρι την ηλεκτροδότηση της «Πεσινέ» με όρους σκανδαλωδώς ευνοϊκούς. Απόφαση της Βουλής, τον Φεβρουάριο του 1965, να παραπέμψει σε ειδικό δικαστήριο τους Κ. Καραμανλή, Π. Παπαληγούρα και Ν. Μάρτη για την «Πεσινέ».
Επτά εν συνόλω υπουργοί και δυο υφυπουργοί του «εθνάρχη» που αντιμετώπισαν -σε κοινοβουλευτικό επίπεδο- κατηγορίες περί βλάβης του δημοσίου συμφέροντος και περί παράνομης διάθεσης μυστικών κονδυλίων. Εξαγορές βουλευτών στην περίοδο της αποστασίας, το 1965.
Ακόμη κι ο ελληνικός κινηματογράφος κατοχύρωσε ως σήμα κατατεθέν της εποχής τα αρπακτικά του Μαυρογιαλούρου. Τυχαίο; Δεν νομίζουμε.

alt

Εάν λοιπόν όλα αυτά στιγμάτισαν την εικοσαετία 1954-1974, γιατί σήμερα τόσα στόματα πιπιλίζουν μονότονα την «καραμέλα» ότι η διαφθορά και το ρουσφέτι γεννήθηκαν το '74 και είχαν μαμά τη Μεταπολίτευση; Ας δώσει ο καθένας την απάντηση που θεωρεί σωστή.

Πηγή: in the city .gr
Share on Google Plus

About bratsolis@yahoo.gr

Είμαστε Καθημερινά μαζί σας και Θέλουμε την Κρίση, την Κριτική, την Συμβολή την Υπόδειξη και τη Συμμετοχή σας.Το Portal μας typospor.gr είναι Ανοικτό σε όλους σας."Συνεχίζουμε να συντονιζόμαστε μαζί σας."Με το Μεράκι,την Ορμή και την “Τρέλα” του 1998.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου