O δρ Aγγελος Φ. Βλάχος είναι εμπειρογνώμονας τουριστικής πολιτικής. Εχει εργαστεί σε επιτελικές θέσεις στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, μεταξύ άλλων σε tour operators του εξωτερικού και στο υπουργείο Τουρισμού, και έχει διατελέσει διευθυντής του Γραφείου ΕΟΤ Κίνας. Αυτή την περίοδο διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Εχει δημοσιεύσει πλήθος άρθρων και έχει εκδώσει το βιβλίο «Τουρισμός και δημόσιες πολιτικές στη σύγχρονη Ελλάδα 1914-1950». Μιλάει στην «Εφ.Συν.» για την κοινωνική και πολιτική διάσταση του τουριστικού φαινομένου.
• Εχετε μελετήσει τις δημόσιες πολιτικές σε σχέση με τον τουρισμό. Εχουμε συνηθίσει να αναφερόμαστε στον τουρισμό μόνο με όρους προϊόντος. Τι είναι αυτές οι πολιτικές και πώς μπορούν να παρέμβουν στο επίπεδο της κοινωνίας;
Μπορούμε να φανταστούμε τις δημόσιες πολιτικές ως δέσμες, ως μπουκέτα επιμέρους δράσεων που σφραγίζονται -εύλογα- από ένα πολιτικό στίγμα. Συγκροτούνται σε αδρές γραμμές και αποκρυσταλλώνονται εκεί που η κοινωνία συναντάει την οικονομία και τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της, υπό τις διαθέσιμες δομές διακυβέρνησης εντός ενός συγκεκριμένου πολιτικού συστήματος. Επομένως, οι πολιτικές αυτές συνιστούν απότοκο μιας ζύμωσης με διακριτό μείγμα εκεί που αξίες και ιδεολογίες, θεσμικά πλαίσια και -ασφαλώς- η κατανομή της εξουσίας εκβάλλουν σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
Σε τελευταία ανάλυση, μιλώντας για τον τουρισμό, μπορεί να πει κανείς ότι δημόσιες πολιτικές είναι «όσα οι κυβερνήσεις επιλέγουν να πράξουν ή να αγνοήσουν» στο ευρύτερο πεδίο. Ομάδες πίεσης (λ.χ. ισχυρές συλλογικότητες στον κλάδο της φιλοξενίας), τοπικές ηγεσίες ανά την επικράτεια και αναντίρρητα οι θεσμικές εκφάνσεις της κρατικής διοίκησης (π.χ. ΕΟΤ και υπουργείο Τουρισμού) αποτελούν προνομιακούς μοχλούς επιρροής.
Δεδομένου όμως του κατακερματισμού και της ετερογένειας της τουριστικής αλυσίδας, η οποία αρθρώνεται οριζόντια (ως φαινόμενο με πολλούς κρίκους) και όχι κάθετα (δηλαδή, ως ενιαίος κλάδος, όπως λ.χ. η ναυτιλία), οι πλέον θεμελιώδεις δημόσιες πολιτικές για τον τουρισμό εκκινούν αλλά και ελέγχονται όχι τόσο από το ομώνυμο υπουργείο, αλλά από έτερους εμπλεκόμενους (όπως τα υπουργεία Ανάπτυξης, Υποδομών, Ναυτιλίας, Πολιτισμού και πλείστα άλλα). Για να το θέσω συνοπτικά, η περιβόητη καμπάνια για την εθνική τουριστική προβολή, που σχεδόν εθιμικά απασχολεί σε ετήσια βάση πολιτεία, επαΐοντες και ποικίλους δημοσιολογούντες, συνθέτει κάτι πολύ μικρότερο από την «κορυφή του παγόβουνου».
Στρατηγικές επιλογές τουριστικής ανάπτυξης με γνώμονα την αειφορία σε τοπική κλίμακα, υποδομές ύδρευσης, αναβαθμισμένα ενεργειακά δίκτυα, εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού, χώροι στάθμευσης δίπλα σε αξιοθέατα ή μνημεία ή -επίσης- πολιτικές επιδότησης της εργασίας (και όχι της εποχικής ανεργίας), θεσμικές προσαρμογές υποβοήθησης των δομών της υφιστάμενης τουριστικής δραστηριότητας και όχι αραχνιασμένοι κωδικοί χορήγησης ΕΣΠΑ αποτελούν, ενδεικτικά ασφαλώς, όψεις από το φάσμα των δημόσιων προτεραιοτήτων που οφείλουν να μετουσιωθούν σε δημόσιες τουριστικές πολιτικές.
• Φέτος η ελληνική κυβέρνηση αυξάνει τον αριθμό των ωφελούμενων από τα προγράμματα κοινωνικού τουρισμού. Ιστορικά, πώς εξελίσσονται αυτά τα προγράμματα; Τι επιρροή έχουν στην εικόνα του τουρισμού σήμερα;
Τα προγράμματα κοινωνικού τουρισμού φέρουν ένα πολυκύμαντο παρελθόν. Με αφετηρία τον ύστερο Μεσοπόλεμο, δημοκρατικές κυβερνήσεις (όπως στη Γαλλία - Λεόν Μπλουμ, 1936) εγκαθιδρύουν τον πήχη του τουρισμού ως κοινωνικό δικαίωμα. Πρωτοπόρα, ωστόσο, υπήρξαν τα καθεστώτα του πολιτικού αυταρχισμού στην προσπάθεια εκμαίευσης κοινωνικής συναίνεσης από τον κόσμο της εργασίας· επεκτείνοντας προς όφελός τους προνοιακά νομοθετήματα και μεθοδεύσεις που προϋπήρχαν, αναβάθμιζαν τη σημασία του τουρισμού ως προνομιακού πεδίου κοινωνικής πολιτικής του «νέου κράτους» που επαγγέλλονταν (π.χ. dopo lavoro στη φασιστική Ιταλία / KdF στη ναζιστική Γερμανία).
Πρωταρχικά, τα εγχειρήματα αυτά είχαν «εθνοποιητικό» χαρακτήρα, μια μορφή σχεδίων «εθνικής ανάτασης»· κατόπιν, στο τρίπτυχο «ταξιδεύω-γνωρίζω τη χώρα μου-καταναλώνω», πρωταγωνίστησαν μεταπολεμικά κυβερνήσεις από τη σοσιαλδημοκρατική Σουηδία ώς την ΕΣΣΔ. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, η Ελλάδα εξοικειώθηκε με την κρατική επιχορήγηση για διακοπές σε εργαζόμενους-δικαιούχους μέσω συνεργασίας του -κραταιού τότε- ΕΟΤ, της Εργατικής Εστίας και του υφυπουργείου Νέας Γενιάς. Με την υποστήριξη λ.χ. των κρατικών «Ξενία» αλλά και της Ολυμπιακής, υπήρχε πρόσκαιρα η δυνατότητα άσκησης κοινωνικής πολιτικής - πριν τη μεταβολή του πολιτικο-οικονομικού παραδείγματος στην καμπή της χιλιετίας.
Αναμενόμενα, την τρέχουσα δεκαετία της κρίσης τέτοιες προσπάθειες αποκτούν εκ νέου ραγδαία δημοφιλία. Στη μετά την πανδημία εποχή, επιδοτούνται -για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες- ακτοπλοϊκά εισιτήρια, αυξάνεται η μέγιστη διάρκεια διαμονής και μειώνεται η ιδιωτική συμμετοχή. Προφανώς, η εκρηκτικά διογκούμενη ζήτηση προηγείται σταθερά της προσφοράς των 300.000 δικαιούχων που έχουν ανακοινωθεί. Εδώ λ.χ. επίδικο των δημόσιων πολιτικών είναι τα κριτήρια προσδιορισμού των ωφελούμενων και η κλίμακα βαρύτητας της δράσης: στη δεδομένη δημοσιονομική δυσπραγία πώς (και για πόσους) αξιολογούνται προνομιακά «τα μπάνια του λαού»;
• Ο διεθνής τουρισμός φέτος φαίνεται πως θα δοκιμαστεί σκληρά. Τι γίνεται όλη αυτή τη δεκαετία της κρίσης με τον εσωτερικό τουρισμό; Ποια είναι τα νέα ζητούμενα;
Η πανδημία που εξελίσσεται διεθνώς αναπροσδιόρισε την παγκόσμια ατζέντα όσο κανένα άλλο γεγονός μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αναπόδραστα, η ακραία όσο και αιφνιδιαστική συρρίκνωση της εξωτερικής ζήτησης λειτούργησε ως τορπίλη για την εγχώρια «βιομηχανία του τουρισμού» (όρος που δεν αποτελεί λεκτική υπερβολή, αλλά παραπέμπει στην κλίμακα και στις πρακτικές τυποποίησης των προϊόντων της τουριστικής αλυσίδας). Προφανώς, η καχεκτική -με όρους καταναλωτικής δαπάνης- εθνική ζήτηση δεν αρκεί για να καλύψει τις αντίστοιχες θερινές/τριμηναίες εισροές περίπου 18 εκατ. επισκεπτών (2019).
Εποχικά προσδιορισμένη (στο παραδοσιακό σαρανταήμερο του διευρυμένου Αυγούστου), η εγχώρια ζήτηση έχει ωστόσο μάλλον συμβολικό χαρακτήρα, καθώς κατευθυνόμενη συνήθως σε οικογενειακές (δηλαδή, μικρομεσαίες) επιχειρήσεις θα αποτελέσει, ελπίζουμε, έστω περιστασιακά, «ανάσα ζωής» για βασικές λειτουργικές δαπάνες των τολμηρών του κλάδου της φιλοξενίας, ειδικά στους δυσπρόσιτους ή τους νησιωτικούς προορισμούς.
Ο ριζικός μετασχηματισμός του παραγωγικού μοντέλου που εξαφάνισε τη γεωργική παραγωγή ή την αλιεία στις εσχατιές της ελληνικής επικράτειας, προς όφελος του δίπολου κατάλυμα-εστίαση, θέτει κολοσσιαία ζητήματα αναπροσαρμογής των δημόσιων πολιτικών: π.χ. χωρίς συνέργειες πρωτογενούς και τριτογενούς τομέα που απαιτούν κεντρικό συντονισμό, χωρίς οραματικό δημόσιο σχεδιασμό με πλήρη τοπική σύμπνοια θα ανακύψουν συνθήκες μη αναστρέψιμες.
Είτε πριμοδοτώντας τουριστικά τους εγχώριους ταξιδιώτες, είτε θέλγοντας με πολυσυζητημένα διαφημιστικά σποτ τους αλλοδαπούς θιασώτες του ελληνικού θέρους, ένα είναι σίγουρο: η λέξη-κλειδί της μετά την πανδημία εποχής δεν είναι πια η ανάπτυξη ή η επέκταση αλλά η ανθεκτικότητα (resilience). Και προς αυτή την κατεύθυνση εκτιμώ πως πρέπει πολιτεία, φορείς, εταίροι και λοιποί συμμέτοχοι να προσανατολιστούμε. Εστιασμένα και σθεναρά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου