Στη θαλπωρή του χωριού..


 

Μέρες που είναι, αφήνουμε πίσω τις γκρίζες μεγαλουπόλεις της καραντίνας και «ταξιδεύουμε» σε τέσσερις από τους ομορφότερους παραδοσιακούς οικισμούς της ορεινής Ελλάδας… γιατί γι' αυτούς που μπορούν και ονειρεύονται δεν υπάρχει μέρος που να είναι μακριά..

Οι έγκλειστες φέτος πόλεις, αν και σιωπηλές λόγω πανδημίας, έβαλαν πάλι τα γιορτινά τους. Αναψαν τα πολύχρωμα λαμπιόνια στις πλατείες, στα μπαλκόνια και στόλισαν τα χριστουγεννιάτικα δέντρα τους, προσπαθώντας να εξωραΐσουν με τον δικό τους τρόπο τις φετινές γιορτές.

Είναι γεγονός ότι αυτά τα Χριστούγεννα η πανδημία μάς στέρησε την ευκαιρία της απόδρασης. Καθώς όμως παραμένουμε «εντός των τειχών», θυμόμαστε, αναπολούμε, κάνοντας πλάνα και σχέδια για το μέλλον. Για πολλούς η λέξη «χωριό» σημαίνει «καταφύγιο», αφού εδώ ξέρεις ότι όχι μόνο θα γλιτώσεις από τη βουή της πόλης, θα λυτρωθείς από τις έγνοιες και τις σκοτούρες της καθημερινότητας, αλλά και θα αναπολήσεις το παρελθόν των παιδικών σου χρόνων, θα παίξεις και πάλι στο χιόνι, θα ηρεμήσεις κοντά στη φύση, θα απολαύσεις ξανά τη χαρά της παρέας και της συντροφιάς σου.

Για να σας φτιάξουμε τη διάθεση, γιορτινές μέρες που είναι, ώστε να ονειρευτείτε ή ακόμα και να σχεδιάσετε την επόμενή σας απόδραση, όταν ο εφιάλτης της πανδημίας θα έχει περάσει, σας παρουσιάζουμε τέσσερις από τους ομορφότερους, παραδοσιακούς, ορεινούς οικισμούς της Ελλάδας. Ελπίζουμε ότι όσο θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές, θα είσαστε μαζί μας σε αυτό το νοερό ταξίδι στην υπεροχή ορεινή, χειμωνιάτικη Ελλάδα μας, που είναι εκεί και μας περιμένει!

Δίλοφο Ιωαννίνων, στα καλντερίμια της νοσταλγίας

Πιο χωριό δεν γίνεται! Πραγματικά πρόκειται για ένα κόσμημα της Πίνδου, ένα λαμπερό λιθόκτιστο διαμάντι στον κόσμο του Ζαγοριού, που κατάφερε να γλιτώσει από την τσιμεντοποίηση των προηγουμένων δεκαετιών, αλλά και την άκρατη τουριστική ανάπτυξη.

Το Δίλοφο εντοπίζεται στο Κεντρικό Ζαγόρι, πολύ κοντά στον βασικό οδικό άξονα που οδηγεί στους Κήπους και στο Τσεπέλοβο, δύο από τους πλέον δημοφιλείς προορισμούς του νομού Ιωαννίνων.

Επισκέφθηκα το χωριό για πρώτη φορά πριν από πολλά χρόνια. Αφήνοντας πίσω έναν εξαιρετικά δημοφιλή προορισμό όπως είναι το Πάπιγκο και περπατώντας το κεντρικό λιθόστρωτο καλντερίμι -επισημαίνω πως στο Δίλοφο δεν επιτρέπονται τα αυτοκίνητα-, αισθανόμουν ότι κάθε μου βήμα με γύριζε πίσω στον χρόνο.

Τίποτα δεν ήταν ακαλαίσθητο, περιττό, υπερβολικό. Ολα έμοιαζαν να παραμένουν στη θέση τους όπως πριν από 100 ή και 200 χρόνια. Μόνο οι στύλοι της ΔΕΗ θύμιζαν ότι το χωριό ζει στον 20ό αιώνα. Βολεύτηκα στο όμορφο ανακαινισμένο αρχοντικό που πλέον στεγάζει τον μικρό ξενώνα, μίλησα με τον ιδιοκτήτη και αμέσως αισθάνθηκα τη στοργή και την αγάπη που έτρεφε για το δικό του χωριό.

Την επόμενη μέρα σηκώθηκα νωρίς και διαπίστωσα ότι ο χειμώνας είχε αποφασίσει να μου χαρίσει τα δώρα του. Χωρίς το κρύο να είναι ανυπόφορο, μια ελαφρά χιονόπτωση βρισκόταν σε εξέλιξη. Πολύ γρήγορα οι νιφάδες είχαν τυλίξει το Δίλοφο μέσα στην αχλή του παραμυθιού. Αν και είχα σχεδιάσει κάποιες κοντινές αποδράσεις, τελικά πέρασα όλη την ημέρα περπατώντας τριγύρω, συζητώντας με τους λιγοστούς, υπέργηρους πλέον, μόνιμους κάτοικους, καλημερίζοντας τους ελάχιστους επισκέπτες, απολαμβάνοντας τη σιωπή στα έρημα νοσταλγικά καλντερίμια.

Ετσι για την ιστορία, να πούμε πως το Δίλοφο παλιά ονομαζόταν Σοποτσέλι, που σημαίνει νερότοπος. Το χωριό υπάγεται στην ενότητα του Κεντρικού Ζαγοριού και βρίσκεται κτισμένο 900 μέτρα ψηλά στα προβούνια της Τύμφης. Διαθέτει μερικούς από τους πιο όμορφους μικρούς ξενώνες του Ζαγοριού και μια εξαιρετική ταβέρνα.

Η Καστάνιτσα του Πάρνωνα

Μια γλυκιά μελαγχολία περιπλανιέται στις γειτονιές των πολυάνθρωπων άλλοτε κοινοτήτων του ελατόφυτου Πάρνωνα. Εντυπωσιακά χωριά δουλεμένα με πέτρα και ξύλο, κρυμμένα μέσα στα πιο υγιή δάση του Μοριά, σήμερα μοιάζουν με φαντάσματα του εαυτού τους.

Αυτές οι πέτρες πάνω στους γερασμένους τοίχους, τα μοναχικά καλντερίμια, οι γερμένες αυλόπορτες, οι ροζιασμένες κληματαριές, αν είχαν τον τρόπο να μιλήσουν θα είχαν να διηγηθούν αμέτρητες ιστορίες αλλοτινές, για ανθρώπους και χαρές, για πολέμους και συμφορές, για εκείνους που έφυγαν στην ξενιτιά και γι' αυτούς που έμειναν πίσω να τους σκέφτονται και να τους λαχταρούν.

Η Καστάνιτσα είναι ένα από τα αρχοντοχώρια του Πάρνωνα και απέχει από την Τρίπολη, την πρωτεύουσα της Αρκαδίας, 60 χλμ. Το χωριό απλώνει τις ασβεστωμένες του γειτονιές σε ύψος 900 μέτρων, αγκαλιά με τα έλατα και τις αιωνόβιες καστανιές.

Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα χωριά της ορεινής Κυνουρίας και η ίδρυσή της ανάγεται στα τέλη του 11ου αιώνα, όταν Τσάκωνες χωρικοί, με σκοπό να αποφύγουν την άγρια φορολογία και τις βιαιοπραγίες των Φράγκων, αναζήτησαν εδώ στα αγριοτόπια του Πάρνωνα την ασφάλεια για να στήσουν τα σπιτικά τους.

Τα δυο βασικά προϊόντα που κράτησαν όρθια την ανθρώπινη κοινότητα σε αυτή την ερημιά ήταν ο ασβέστης, που ψηνόταν στα παραδοσιακά καμίνια, και φυσικά τα κάστανα από τις καστανιές, που οι κάτοικοι φύτεψαν εκτοπίζοντας το ελατόδασος.

Ανηφορίζοντας το κεντρικό, λιθόστρωτο καλντερίμι που διατρέχει τον παραδοσιακό οικισμό, θα καταλήξετε στο ύψωμα του λόφου, απ’ όπου θα αγναντέψετε τη θέα στο δάσος και στις απόκρημνες πλαγιές του Πάρνωνα. Αξιόλογο είναι και το παλιό σχολείο, κτισμένο το 1870 με χρηματοδότηση της οικογένειας Καψαμπέλη, που ανακαινίστηκε το 1945.

Σε κάθε σας βήμα σε αυτήν τη σύντομη περιπλάνηση στα ερημικά σοκάκια, θα αφουγκραστείτε τις ιστορίες που έχουν να «διηγηθούν» με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο τα όμορφα πετρόσπιτα.

Η Καστάνιτσα διαθέτει ξενώνα, ταβέρνα και μια μικρή κουκλίστικη πλατεία όπου το καλοκαίρι μαζεύονται οι ξενιτεμένοι για να πιουν τον καφέ τους και να θυμηθούν τα παλιά.

Νυμφαίο Φλώρινας, στις αετοράχες του Βιτσίου

Δεκέμβρης του 1993 με ομίχλη και αντάρα, με το χέρι σφιγμένο γερά στο τιμόνι ενός χιλιοεπισκευασμένου σκαραβαίου, βρεθήκαμε να στριφογυρνάμε το ατέλειωτο κλωθογύρισμα στους ορεινούς δρόμους του Βιτσίου.

Κάποιες στιγμές, λες και κάποιος τραβούσε μια κουρτίνα και η ομίχλη χανόταν από μπροστά μας για να αποκαλυφθεί στον ορίζοντα μια πανώρια θέα ώς τη στη λεκάνη της Ζάζαρης και της Χειμαδίτιδας λίμνης.

Ψηλότερα, μικροσκοπικές νιφάδες χιονιού σαν παγωμένοι σβόλοι κολλούσαν στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Σε ένα απότομο γύρισμα του δρόμου είδαμε το Νυμφαίο να ξεπροβάλλει σαν αερικό μέσα από την αντάρα. Σε λίγο το κάδρο γέμισε πελώρια δίπατα και τρίπατα αρχοντικά που έσμιγαν μεταξύ τους, δημιουργώντας ολάκερες γειτονιές.

Από εκείνη την εποχή, έχω επιστρέψει στο Νυμφαίο πολλές φορές. Μπορεί από τότε το χωριό να έχει αλλάξει αρκετά, να έχει καλλωπιστεί και να απολαμβάνει τον νέο του ρόλο ως «must» ορεινός προορισμός, όμως εγώ θα το θυμάμαι όπως ήταν σε εκείνη την πρώτη μας γνωριμία και θα συνεχίσω να το λατρεύω, σαν να μην πέρασε μια μέρα.

Μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία του χωριού θα μας θυμίσει ότι το αρχικό του όνομα ήταν Νιβέαστα, λέξη βλάχικης προέλευσης, που σχετίζεται με τη θέση του οικισμού και σημαίνει «αθέατο» ή «εκεί όπου μένει το χιόνι». Αργότερα έγινε Νέβεσκα, ενώ το 1928 μετονομάστηκε σε Νυμφαίο. Επί Τουρκοκρατίας, οι δραστήριοι Νεβεσκιώτες διέπρεψαν με το εμπόριο καπνού, βαμβακιού και υφασμάτων, καθώς διατηρούσαν άριστες σχέσεις με την Υψηλή Πύλη, ενώ από το 1630 και μετά ανέδειξαν το Νυμφαίο σε περιώνυμο κέντρο αργυροχρυσοχοΐας.

Σιγά σιγά οι εύποροι Νεβεσκιώτες άρχισαν να χτίζουν τα πρώτα πέτρινα αρχοντικά και να τα διακοσμούν με πολυτελή είδη που έφερναν από την Ευρώπη.

Από τα δημόσια κτίρια ξεχωρίζει η Νίκειος Σχολή, στην οποία στεγάζεται η βιβλιοθήκη «Κώστας Δούδος». Εντυπωσιακός ακόμη είναι ο μεταβυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου (1867) που καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και ανεγέρθηκε ξανά το 1951, με δαπάνες της Ενωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων.

Σε μικρή απόσταση από το κέντρο του χωριού, βρίσκονται οι εγκαταστάσεις του «Αρκτούρος» και το Καταφύγιο Αγριας Ζωής.

Συρράκο, ψηλά στο Περιστέρι

Στην καρδιά της Πίνδου, στη νερομάνα Ηπειρο, στον νομό Ιωαννίνων, το βουνό Περιστέρι απλώνει τη μονοκόμματη και συμπαγή κορμοστασιά του. Στον βορρά, τα βουνά του Μετσόβου αποτελούν τον συνδετικό κρίκο με την υπόλοιπη οροσειρά. Δυτικά, η υπομονή του ποταμού Αραχθου αυλακώνει το τοπίο, ενώ στην Ανατολή το άλλο μεγάλο ποτάμι της πατρίδας μας, ο Αχελώος, τολμά τα πρώτα του βήματα.

Στον Νότο, η χαράδρα της Κηπίνας με τα κρυστάλλινα νερά του Καλαρρύτικου ποταμού χωρίζουν το βουνό από την ορεινή παρουσία της Κακαρδίτσας. Εδώ, σε αυτόν τον αρχέγονα όμορφο τόπο, σε ύψος 1.200 μέτρων, πάνω στις απόκρημνες σάρες των βουνών, φωλιάζουν δύο από τα πιο όμορφα βλάχικα ορεινά χωριά της Ελλάδας, το Συρράκο και οι Καλαρρύτες, που αποτελούν μέρος της ευρύτερης ανθρωπογεωγραφικής ενότητας των Τζουμερκοχωρίων.

Η ιστορία του Συρράκου κυριολεκτικά μοιάζει με παραμύθι. Το χωριό χτίστηκε κάπου εκεί τον 14ο αιώνα από βλαχόφωνους κτηνοτρόφους. Εκείνες τις εποχές και μέχρι στις αρχές του 20ού αιώνα, στα πλούσια, ορεινά λιβάδια έβοσκαν περισσότερα από 60.000 αιγοπρόβατα που αποτελούσαν και τη «βαριά βιομηχανία» των ορεινών κοινοτήτων.

Οι τσελιγκάδες έπαιρναν από τα κοπάδια τους μεγάλες ποσότητες μαλλιού και δέρματος και οι κοπτοραφτάδες στρώνονταν στη δουλειά ράβοντας χοντρές μάλλινες κάπες, περιζήτητες εκείνη την εποχή από τους ναυτικούς της Αδριατικής, της Μαύρης Θάλασσας, αλλά και της στρατιάς του Ναπολέοντα.

Στο Συρράκο εκείνων των εποχών ζούσαν 3.500 άνθρωποι και σύμφωνα με τον Γάλλο περιηγητή Pouqueville (19ος αι.), λειτουργούσαν σχολεία μέσης και ανώτερης βαθμίδας, υπήρχαν βιβλιοθήκες και κυκλοφορούσαν ευρωπαϊκές εφημερίδες!

Στην Επανάσταση του 1821 οι Τούρκοι έκαψαν και λεηλάτησαν το Συρράκο. Αργότερα οι χωριανοί γύρισαν και ξαναέστησαν τα σπιτικά τους, συνεχίζοντας να προσφέρουν στον τόπο τους. Η οικονομική ανέχεια που έφεραν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και κυρίως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος οδήγησαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν σταδιακά το χωριό.

Τον χειμώνα του 1991, όταν επισκέφθηκα για πρώτη φορά το Συρράκο, αντίκρισα ένα έρημο και παραμελημένο χωριό που από ό,τι έμαθα ζωντάνευε πρόσκαιρα, για μερικούς μόνο μήνες το καλοκαίρι. Σήμερα έχουν αναπαλαιωθεί πολλά αρχοντικά, λειτουργούν ξενώνες και καθώς βρίσκεται στην καρδιά μιας πανέμορφης φύσης, το Συρράκο θεωρείται ένας από τους πιο ενδιαφέροντες ορεινούς προορισμούς της Ελλάδας!


📍 Νοητές αποδράσεις σε τόπους και ανθρώπους

Για όσο χρονικό διάστημα θα διαρκέσει αυτός ο ιδιόμορφος εγκλεισμός λόγω πανδημίας, εμείς θα ταξιδεύουμε μαζί σας σε υπέροχους τόπους της Ελλάδας και θα εξερευνούμε, νοητά, περιοχές με μοναδικό φυσικό κάλλος που δυστυχώς απειλούνται από τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Μαζί έστω και νοερά, αφήνοντας πίσω για λίγο τη μουντή πραγματικότητα των μουδιασμένων και έρημων πόλεων, θα αναζητούμε την αισιόδοξη πλευρά της ζωής στην αστείρευτη, πολυποίκιλη και ζωογόνο ελληνική φύση. Θα επισκεπτόμαστε αρχαιολογικούς χώρους, φυσικά μνημεία και ξεχωριστά χωριά που διατηρούν την αρχιτεκτονική τους ταυτότητα, θα γνωρίζουμε ανθρώπους και θα αφουγκραζόμαστε τις ιστορίες τους. Γιατί οι ψυχές είναι πάντα ταξιδιάρες, δεν αντέχουν τις «φυλακές», δεν μπαίνουν σε καραντίνα..


efsyn.gr


Share on Google Plus

About bratsolis@yahoo.gr

Είμαστε Καθημερινά μαζί σας και Θέλουμε την Κρίση, την Κριτική, την Συμβολή την Υπόδειξη και τη Συμμετοχή σας.Το Portal μας typospor.gr είναι Ανοικτό σε όλους σας."Συνεχίζουμε να συντονιζόμαστε μαζί σας."Με το Μεράκι,την Ορμή και την “Τρέλα” του 1998.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου