Η ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου, Αυτή Η Νύχτα Μένει θα προβληθηκε στο Midnight Express και ο Φοίβος Κρομμύδας την ξαναερωτεύεται από την αρχή
Προσωπική μου ίσως ερμηνεία κοιτώντας προς τα πίσω είναι πως η δεκαετία του ’90 είναι η καθοριστική στην απορρόφηση της ξενικής ποπ κουλτούρας σε ευρύτερο φάσμα. Μέρος της «ελληνικότητας» των προηγούμενων δεκαετιών αρχίζει να δίνει τη θέση του σε μια αμερικανιζέ έκφανση πτυχών όπως της μουσικής, της μόδας, της διαφήμισης και ακόμα και της ίδιας της πόλης. Τα αστικά κέντρα αρχίζουν να ντύνονται με περισσότερο νέον, το MTV κάνει δουλειά στο τι ακούει η νεολαία, ο περιοδικός τύπος (χρόνια απομακρυσμένος από το πολυτονικό σύστημα) γίνεται πιο hip, τα βιντεοπαιχνίδια μπαίνουν σε περισσότερα σπίτια και οι κινηματογράφοι ετοιμάζονται για να εισάγουν το κοινό στη νέα εποχή των blockbuster. Όλα για κάποιο λόγο μοιάζουν οπτικά σα μια πολύχρωμη διαφήμιση αν τα κοιτάς με τα μάτια της νοσταλγίας. Μια διαφήμιση που εν μέρει λειτουργεί και σαν επικήδειος στη ΠΑΣΟΚική «λαϊκότητα» του ’80, η οποία συνδυάζει την καλοπέραση με μια στερεοτυπική ελληνικότητα.
Στα μέσα της δεκαετίας, ο Θάνος Αλεξανδρής, προσπαθώντας να περιγράψει ένα μέρος της κουλτούρας η οποία πλέον μοιάζει να μην ανήκει στην ποπ σφαίρα του τώρα και να αφορά ολοένα και λιγότερο κόσμο, κυκλοφορεί το βιβλίο Αυτή Η Νύχτα Μένει. Ένα βιβλίο που, σε πείσμα των καιρών, προσπαθεί να απομακρυνθεί από την καλλωπισμένη γυαλάδα των ατσούμπαλα ενταγμένων στην Ελλάδα δυτικών προτύπων και να ρομαντζάρει με το τι εστί λαϊκό στις αθέατες πλευρές του. Στα σκυλάδικα που καμία κάμερα δε θα ‘πιανε πολιτικούς να διασκεδάζουν και το λόγο είχε αποκλειστικά ο λαουτζίκος. Ένας λαουτζίκος που μπορούσε να καυγαδίσει, να πετάξει τα λεφτά του, να εκφράσει έναν αόριστο νταλκά και να δοθεί στην υπερβολή και στο (ελληνικό, μην ξεχνιόμαστε) κέφι. Χωρίς ποτέ να σνομπάρει, χωρίς ποτέ να κρίνει. Ως παρατηρητής που ψάχνει την ομορφιά μακριά από φτιασιδώματα, στην πιο αγνή και απροσποίητη μορφή της. Και πάνω σε αυτό το βιβλίο (και σε αποσπάσματα του τεράστιου Χρήστου Βακαλόπουλου), μια εβδομάδα μετά το έβγα της χιλιετίας ο Νίκος Παναγιωτόπουλος θα στηρίξει την ταινία του. Την ίσως πιο ρομαντική, πιο ελεγειακή και θνητή παραδοχή του χρόνου που περνά στην ελληνική πραγματικότητα.
Πρωταγωνιστές της ταινίας, ένα νεαρό ζευγάρι. Αντίθετο μεταξύ του σαν τη μέρα με τη νύχτα. Εκείνος αποζητά τη σταθερότητα. Εκείνη την περιπέτεια της πίστας. Εκείνος θέλει να ακούει τα αεροπλάνα να περνούν και να φαντάζεται τους προορισμούς τους. Εκείνη θέλει να ακούει το μπουζούκι να της δίνει το σήμα και να περιμένει το χειροκρότημα του κοινού. Αναπόφευκτα θα χωριστούν όταν πλέον γίνει ξεκάθαρη η διαφορά των επιθυμιών τους, αλλά η επανένωση θα επιχειρηθεί. Μακριά από το κλεινόν άστυ, σε μια επαρχία η οποία δεν αστειεύεται καθόλου και απαιτεί στρατιωτική επιμονή στους κανόνες της νύχτας της.
Η ταινία του Παναγιωτόπουλου αποτελεί την επιτομή των αντιθέσεων. Τα προαναφερθέντα και σχεδόν ψεύτικα χρώματα κυριαρχούν στην Αθήνα της βόλεψης και της ξενομανίας. Η επαρχία ντύνεται μεν πολύχρωμα, αλλά βυθισμένη σε πιο σκοτεινούς τόνους. Ενωτικός παράγοντας των δύο, η άσφαλτος στην οποία άνθρωποι με διαφορετικά παρελθόντα και φαντάσματα θα διηγηθούν στους δύο βαθιά προβληματικούς (αλλά τρυφερά ανθρώπινους) χαρακτήρες τις ιστορίες τους, δίνοντάς τους μαθήματα ζωής. Και όπως περνούν οι εποχές, έτσι προχωρά αυτή η σχέση. Και ωθεί σε συνειδητοποιήσεις οι οποίες καθίστανται μοιραίες.
Και ο σκηνοθέτης ουδέποτε μασάει τα λόγια του. Πάντα θα δείχνει τις μη ειδυλλιακές πλευρές των πραγμάτων, αποκαθηλώνοντας τα παραμύθια που στήνουν οι πρωταγωνιστές στο μυαλό τους, μόνο και μόνο για να αναδείξει την πραγματική τους φύση και ως εκ τούτου τη γοητεία τους. Γιατί για να αγαπήσεις κάτι, πρέπει να το ασπαστείς στην ολότητά του. Και οι δύο νεαροί δεν το γνωρίζουν ακόμα αυτό. Μένουν στην πλάνη τους. Αλλά ακόμα κι έτσι θα καταφέρει να τους περιπλανήσει σε ένα σύμπαν αναφορών. Στα φαστφουντάδικα, τις αλυσίδες μουσικών καταστημάτων, στα πατσατζίδικα της Βαρβάκειου, στους σταθμούς των ΚΤΕΛ, στις βραδινές πίστες. Θα κλείσει το μάτι στη σύγχρονη ποπ κουλτούρα, αναφέροντας τόσο το low bap όσο και το σινεμά του David Lynch. Για να μπορέσουν εν τέλει οι δυό τους να κοιτάξουν την πόλη (και τους εαυτούς τους) μέσα από μια παρατημένη μπανιέρα σε μια ταράτσα, σε ένα καλοκαίρι που ο ήλιος τσουρουφλίζει όσο η θέληση για ζωή. Έστω και υπό διαφορετικές συνθήκες.
Το δε soundtrack της ταινίας δε θα μπορούσε να το χειριστεί άλλος καλύτερα από έναν άνθρωπο ο οποίος δεν κάνει ελιτίστικους διαχωρισμούς ανάμεσα σε υψηλή και χαμηλή τέχνη. Ο Σταμάτης Κραουνάκης με τη μουσική του εξερευνά κάθε πτυχή της λαϊκής μουσικής με σεβασμό και τονίζοντάς τη διαχρονική της αξία. Για κάθε ανατριχιαστική κορύφωση της Δήμητρας Παπίου στο ομώνυμο κομμάτι θα υπάρξει και η σεξουαλική σπιρτάδα στην τσαχπινιά κομματιών σαν το Λόττο. Και ηχητικά θα αποδώσουν ολόκληρη αυτήν την ταινία με τον τρόπο που της αξίζει, ανυψώνοντάς τη σε ένα έργο που ακροβατεί ανάμεσα στο ιστορικό τεκμήριο και το έργο τέχνης.
Τη δεκαετία του ’90 ως προς την αθηναϊκή πραγματικότητα την έζησα κυρίως στο πίσω κάθισμα αμαξιών. Των γονέων μου, των φίλων τους, του ευρύτερου οικογενειακού κύκλου. Έξω από τα παράθυρα κοίταγα τον κόσμο και προσπαθούσα με το παιδικό μου μυαλό να βγάλω νόημα πίσω από αυτό που συνέβαινε. Να φανταστώ κάτι το οποίο συνδυάζει τις εικόνες και βγάζει νόημα. Το Αυτή Η Νύχτα Μένει εν μέρει αποτελεί αυτήν ακριβώς τη φαντασίωση και το παράδοξο που ήταν η δεκαετία του ’90 στο μυαλό όσων τη ζήσαμε ωραιοποιημένα στο κεφάλι μας. Και ταυτόχρονα την απομυθοποίησή της, με τον ωραιότερο και συνάμα πιο δίκαιο τρόπο που της αναλογεί. Και κάθε φορά που προσπαθώ να θυμηθώ (ή να κατασκευάσω νοητά) κάποια πράγματα από τον κόσμο των ενηλίκων όπως ήταν τότε, καταλήγουν να μοιάζουν με τα καρέ της. Και ακόμα και σήμερα, αγαπώ το ρομαντισμό της, ένα ρομαντισμό που συγχωρεί τη θνητότητα ενός καταδικασμένου έρωτα και του χαρίζει εν μέρει το απυρόβλητο από την αποδόμηση και τον κυνισμό. Και τον αφήνει να υπάρχει στο διηνεκές, έστω και πικρά.
depart
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου